Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
bottle sedge φιαλοσπαθόχορτο (Carex rostrata)
deciduous φυλλοβόλος
drift φερτός
elm (Ulmus) φτελιά, καραγάτσι, πτελέα
fern φτέρη, πτέρη (η)
fire φωτιά, πυρκαγιά
Euphorbia (spurge) φλώμος ?????
Fabaceae Φαβίδες (<φάβα)
facie φάση, όψη
Falakron Φαλακρό (όρος)
fence φράχτης
Fennoscandia Φιννοσκάνδια, Φιννοσκανδιναβία (
flysh φλύσχης (πέτρωμα: αργίλων, μαργών, ψαμμιτών)
formation φυτική διάπλαση, σχηματισμός
Fraxinus φράξος, μελιός, μέλιο
gorge φαράγγι, λαγκάδα
grey φαιός (γκρίζος)
grow φυτρώνω, ευδοκιμώ, μεγαλώνω, αυξάνομαι
hazel φουντουκιά
hedgerow φραχτοσειρά, φρακτοσειρά, βατουλιοσειρά, πατουλιοσειρά
marestail φοραδουρά (το φυτό Hippuris vulgaris)
nursery φυτώριο
palm (Phoenix dactylifera) φοινικιά, χουρμαδιά, βαϊά
palm φοίνικας, φοινικιά, χουρμαδιά
phrygana - phryganum φρύγανα (<φρύγανο = ξηρός θάμνος), ημιθαμνώδης ξηροφυτική βλάστηση / φρύγανο - φρύγανου
physiognomically φυσιογνωμικώς (-ά)
physiognomy φυσιογνωμία
poor fan φτωχό έλος (σε θρεπτικά συστατικά)
Phillyrea φυλλίκι, φιλλυρέα ή φιλυρές, φιλύρια (<είδος θάμνου)
plant φυτεύω, ιδρύω
plantation φυτεία
planted φυτευμένος
sage (Salvia) φασκομηλιά, αλιφασκιά (χειλανθή)
seedling φυτάδι (δενδρύλλιο από σπόρο)
Thymelaea (Thymelaeaceae) φινακωλιά, βροχίστρα
Tilia (Tiliaceae) φλαμούρι, φλαμουριά
Ulmus φτελιά
whaleback φαλαινοράχη (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, 100 - 1000 m μήκος)
algal φυκικός (<φύκος, ο του φύκους)