beech |
οξιά, οξυά (Fagus) |
boulder |
ογκόλιθος, ογκολιθικός |
building |
οικοδομή, οικοδόμηση, κτίριο |
city square |
οικοδομικό τετράγωνο, πλατεία πόλης |
domestic |
οικιακός |
ecotop(e) |
οικότοπος (αντιστοιχεί περίπου στο οικοσύστημα, με περιορισμό στο χερσοτοπίο = landscape) |
ecotype |
οικότυπος |
Fagus |
οξυά, οξιά |
fouling |
οργανισμικό επικάθισμα, μαλούπα |
fruit |
οπωροφόρος, φρούτο, καρπός |
homogeneous |
ομοιογενής |
household wastes |
οικιακά απόβλητα |
Jura |
οροσειρά Ιούρα (
|
laminar (flow) |
ομαλή, στρωτή, υδροδυναμική, γραμμική (ροή) |
leguminous |
οσπριοειδής, χεδρωπός |
mineral |
ορυκτός |
mountainous |
ορεινός, βουνίσιος |
mesa |
οροπέδιο |
mine |
ορυχείο |
montane |
ορεινός |
neutrocline |
ουδετερορρεπής, ουδετεροκλινής |
Ophiolithus |
Οφιόλιθος (γένος ερπετών) |
orchid |
ορχιδέα |
oro - mediterranean |
ορο - μεσογειακός (εύκρατη ζώνη, υψόμετρο: 1100 - 1450 m) |
neutral |
ουδέτερος |
oro - moesian |
ορο - μοισιακός |
neutrophilous |
ουδετερόφιλος |
Ohrid |
Οχρίδα (λίμνη) |
oligo - mesotrophic |
ολιγομεσότροφος |
oligotrophic |
ολιγότροφος (= αυτός που παρέχει λίγη τροφή), ολιγοτροφικός |
ombrotrophic |
ομβροτροφικός, ομβρότροφος (τροφοδοτούμενος από ύδατα της βροχής, όμβρος, <όμβρος +τροφικός, τροφός) |
ophiolite |
οφιόλιθος (το πέτρωμα οφίτης < όφις + λίθος) |
paucispecific |
ολιγο-ειδικευμένος, ολιγο-εξειδικευμένος |
rice fields |
ορυζώνες |
set aside |
οριοθετώ, θέτω κατά μέρος, απορρίπτω |
sewage |
οικιακό λύμα, βρομόνερα, ακαθαρσίες υπονόμων |
smooth |
ομαλός, απαλός, ήρεμος |
acid |
οξύ, όξινος |
acidocline |
οξινοκλινής |
acidophilous |
οξινόφιλος, οξεόφιλος, οξύφιλος |
aftermath - grazed meadow |
ο μετά τη βόσκηση λειμώνας, μεταβοσκημένος |