Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
brook ρυάκι
club-rush ροπαλόβουρλο
crack ρωγμή
flow ρέω, κυλώ πέφτω, χύνομαι, ροή
foul ρυπαρός
ooze ρέω, διαρρέω, στάζω
peach ροδακινιά
Pinus leucodermis ρόμπολο ή ρέμπολα
polluter ρυπαντής
pollution ρύπανση
pollutant ρύπος
pollute ρυπαίνω, ρυπαίνομαι
polluted ρυπασμένος
rooted ριζωμένος
ravine ρεματιά, χαράδρα, φαράγγι
reach ρούς (του ρου), διαδρομή, πορεία, εκτείνομαι
rh(e)ithral ρειθρικός, ροϊκός
rh(e)ithro ρείθρο, ρεύμα ύδατος, αύλακας, ρυάκι (ρείθρο = ρυάκι = ρεύμα ύδατος)
rheocrene ρεοπηγή, ρεοκρήνη (<ρέος = ότι ρέει + πηγή ή κρήνη = βρύση)
rhyolite ρυόλιθος
rice ρύζι, όρυζα
rosette ρόδακας
rhizomatous ριζωματικός
Rhodopi Ροδόπη (όρος)
Rhodopides Ροδοπίδες, όρη Ροδόπης
running (waters) ρέοντα (ύδατα)
spring brook ρυάκι πηγής