Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
artificial τεχνητός, ψεύτικος
ashy τεφρώδης, τεφρός, σταχτής, φαιός, γκρίζος, σταχτιά
Astragalus τραγάκανθα
beet τεύτλο, παντζάρι
bog τυρφώνας (όξινος), βουρκότοπος, έλος, βάλτος
bog-myrtle (Myrica) τυρφωνο-μυρτιά
fast ταχύς, έντονος, σταθερός
flower spike ταξιανθία, ανθοταξία
fluctuate ταλαντεύομαι, κυμαίνομαι
fluctuation ταλάντευση, διακύμανση
landscape τοπίο, τοπιογραφία, τόπος, χωροταξική άποψη, διαμόρφωση εξωτερικού χώρου
marsh τέναγος, βάλτος, τέλμα, έλος
peat τύρφη, ποάνθρακας
peatbog τυρφόβαλτος
peatland τυρφότοπος
peaty τυρφώδης, τυρφικός
pool ταμιευτήρας, λιμνούλα, υδατοσυλλογή, λιμνίο (= μικρή λίμνη)
reservoir ταμιευτήρας
rivulet τραχύ - ρυάκι, ρυάκι, ποταμάκι
spike ταξιανθία, ανθοταξία, στάχυς (ή το στάχυ), ακίδα, ακιδωτός
taiga τάιγκα, βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος (<Μογγολικά: βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος)
tapegrass ταινιογρασίδι
taxon ταξινόμημα
Teucrium τεύκριο (χειλανθή: γένος φυτών)
strip ταινία, λωρίδα, ζώνη
tertiary Τριτογενής (γεωλογική Περίοδος)
topogenous τοπογενής (<τόπος + γένος - γεννώ)
tuft τούφα, λοφίο, θύσανος
Tundja Τόνζος (ποταμός Βουλγαρίας - παραπόταμος Έβρου)
tundra τούνδρα, = άδενδρο υψίπεδο (Ρωσικά = ορεινός, οροπέδιο, υψίπεδο => περιοχή χωρίς δένδρα κάτω από την αρκτική, ανταρκτική και αλπική ζώνη)
turbulent ταραχώδης, στροβιλιστικός, στροβιλώδης
Tyrrhenian Sea Τυρρηνική Θάλασσα
trachyte τραχείτης (ηφαιστειογενές πέτρωμα)
triassic τριαδική (γεωλογική περίοδος)
troglobiont τρωγλόβιος ή σπηλαιόβιος
troglophile τρωγλόφιλος ή σπηλαιόφιλος
trogloxene τρωγλόξενος (<τρώγλη + ξένος = ζώο που ζει σε σπηλιές για μικρά χρονικά διαστήματα)