artificial |
τεχνητός, ψεύτικος |
ashy |
τεφρώδης, τεφρός, σταχτής, φαιός, γκρίζος, σταχτιά |
Astragalus |
τραγάκανθα |
beet |
τεύτλο, παντζάρι |
bog |
τυρφώνας (όξινος), βουρκότοπος, έλος, βάλτος |
bog-myrtle (Myrica) |
τυρφωνο-μυρτιά |
fast |
ταχύς, έντονος, σταθερός |
flower spike |
ταξιανθία, ανθοταξία |
fluctuate |
ταλαντεύομαι, κυμαίνομαι |
fluctuation |
ταλάντευση, διακύμανση |
landscape |
τοπίο, τοπιογραφία, τόπος, χωροταξική άποψη, διαμόρφωση εξωτερικού χώρου |
marsh |
τέναγος, βάλτος, τέλμα, έλος |
peat |
τύρφη, ποάνθρακας |
peatbog |
τυρφόβαλτος |
peatland |
τυρφότοπος |
peaty |
τυρφώδης, τυρφικός |
pool |
ταμιευτήρας, λιμνούλα, υδατοσυλλογή, λιμνίο (= μικρή λίμνη) |
reservoir |
ταμιευτήρας |
rivulet |
τραχύ - ρυάκι, ρυάκι, ποταμάκι |
spike |
ταξιανθία, ανθοταξία, στάχυς (ή το στάχυ), ακίδα, ακιδωτός |
taiga |
τάιγκα, βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος (<Μογγολικά: βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος) |
tapegrass |
ταινιογρασίδι |
taxon |
ταξινόμημα |
Teucrium |
τεύκριο (χειλανθή: γένος φυτών) |
strip |
ταινία, λωρίδα, ζώνη |
tertiary |
Τριτογενής (γεωλογική Περίοδος) |
topogenous |
τοπογενής (<τόπος + γένος - γεννώ) |
tuft |
τούφα, λοφίο, θύσανος |
Tundja |
Τόνζος (ποταμός Βουλγαρίας - παραπόταμος Έβρου) |
tundra |
τούνδρα, = άδενδρο υψίπεδο (Ρωσικά = ορεινός, οροπέδιο, υψίπεδο => περιοχή χωρίς δένδρα κάτω από την αρκτική, ανταρκτική και αλπική ζώνη) |
turbulent |
ταραχώδης, στροβιλιστικός, στροβιλώδης |
Tyrrhenian Sea |
Τυρρηνική Θάλασσα |
trachyte |
τραχείτης (ηφαιστειογενές πέτρωμα) |
triassic |
τριαδική (γεωλογική περίοδος) |
troglobiont |
τρωγλόβιος ή σπηλαιόβιος |
troglophile |
τρωγλόφιλος ή σπηλαιόφιλος |
trogloxene |
τρωγλόξενος (<τρώγλη + ξένος = ζώο που ζει σε σπηλιές για μικρά χρονικά διαστήματα) |