Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
Dobrogea Ντομπρουντζά (ιστορική περιοχή μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας)
dwarf νανόσωμος
fennel νάρθηκας (είδη των φυτών του γένους Ferula)
improve νέμομαι, βελτιώνω, επικαρπούμαι
insular νησιωτικός, περιορισμένος
island νησί, νησιωτικός, απομονωμένος
Mesta Νέστος (ποταμός)
Najas, Naias Ναϊάς (γένος φυτών) (Ναϊάς = νύμφη ποταμού ή πηγής)
nemoral νεμικός, δασικός, βοσκοτοπικός (Λατ. Nemus < νέμος = άλσος, δάσος, βοσκότοπος με νομή <νέμω, βόσκω)
nuphar νούφαρο
rail νεροκοτσέλα (πτηνό)
waterlily νερόκρινος, υδατόκρινος
water chestnut νεροκάστανο, νεροκαστανιά
water violet (Hottonia palustris) νεροβιολέτα
watercress (Nasturtium) νεροκάρδαμο
alvar νανοπλήθιος (<Αρχ. Σκανδιν. alfarr=alfr = νάνος + herr= πολυπληθής, πλήθιος, στρατός