Bohemian Quadrangle |
Βοημικός ορεινός όγκος |
artisanal |
βιοτεχνικός |
bomb |
βολίδα, βόμβα |
Balkan Range |
Βαλκανική Οροσειρά, βαλκανική πτύχωση |
boreal |
βορεινός, Βόρειος, αρκτικός |
Balkano - Rhodopine |
Βαλκανο - ροδοπικός |
basalt |
βασάλτης |
basic |
βασικός, αλκαλικός |
basiphile |
βασεόφιλος, βασίφιλος |
biotope |
βιότοπος, περιοχή ομοιόμορφων περιβαλλοντικών συνθηκών που παρέχει ζωτικό χώρο σε μια συγκεκριμένη συνεύρεση φυτών ή ζώων ή μια βιολογική κοινλότητα φυτών και ζώων μαζί) |
biocoenose |
βιοκοινωνία |
biogeographical |
βιογεωγραφικός |
biohistorical |
βιοϊστορικός |
butterwort |
βουτυρόχορτο |
grade |
βαθμός, βαθμίδα, αναβαθμίζομαι, ταξινομώ |
germinate |
βλαστάνω, φυτρώνω |
grazier |
βοσκός |
grazing |
βόσκηση |
heaving |
βαρύτητα |
immersed |
βυθισμένος |
immersion |
βύθιση |
lacunar |
βαθουλωτός, έγγλυφος, βαθουλός |
marshy wood |
βαλτοδάσος |
mire |
βαλτότοπος |
mountain |
βουνό, όρος, ορεινός |
moss |
βρύο, μούσκλο |
pasture |
βοσκότοπος |
peat - moss |
βρυοτύρφη, τυρφώνας, σφάγνο |
Querqus macrolepis |
βελανιδιά (μια δρύς) |
rock pool |
βραχο - υδατοσυλλογή, πετρωματο - υδατοσυλλογή |
rainfall |
βροχόπτωση |
rocky |
βραχώδης, πετρώδης |
rush |
βούρλο |
slow - flowing |
βραδείας ροής |
stone pine (Pinus pinea) |
βραχοπίτυς, βραχόπευκο, κουκουναριά |
submerge |
βυθίζω, καταδύω, βυθίζομαι |
submerged |
βυθισμένος |
swamp |
βάλτος, έλος, τέλμα, τέναγος |
tier |
βαθμίδα |
Varnous |
Βαρνούς (όρος), Βαρνούντας (βόρεια Φλώρινας) |
vegetation |
βλάστηση |
vegetation cover |
βλαστητική κάλυψη |
Vermion |
Βέρμιον (όρος) |
Vernon |
Βέρνον (όρος) |
Vitsi |
Βίτσι (όρος) |
Voras |
Βόρας (όρος) |
Valencia |
Βαλένθια |
Vardousia |
Βαρδούσια |
Vrondus |
Βροντούς (όρος) |
aa lava |
βασαλτική ρευστή λάβα |
apricot |
βερικοκιά |