Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
Arbutus andrachne γλυστροκουμαριά
fertilization γονιμοποίηση, λίπανση
fertilize γονιμοποιώ, λιπαίνω
granite γρανίτης
Giona Γκιώνα
gneisse γνεύσιος (πέτρωμα)
grass lawn γρασιδικός χλοοτάπητας, χλοοτάπητας γρασιδιού
greyish - white γκριζόλευκος, φαιόλευκος
gypsum γύψος (θειϊκό ασβέστιο)
galingale γκαλιγκάλη (κοινό όνομα) - κύπερη (παράγει φαρμακευτική ουσία) = Cyperus longus
garland γιρλάντα (κοινό όνομα του Festuca)
geophyte γεώφυτο (<γη + φυτό) => φυτά με υπόγεια όργανα
geothermal γεωθερμικός
land γη, ξηρά, στεριά, έδαφος, χώρα, τόπος, χέρσος, χερσαίος
latitude γεωγραφικό πλάτος
sweetgrass γλυκαγρωστώδης
tadpole γυρίνος (μορμολύκη βατράχου)
terrain γή, έδαφος (ιδιαίτερα από άποψη μορφολογίας)
tiller γεωργός, καλλιεργητής
thistle γαϊδουράγκαθο
agricultural γεωργικός
agriculturally γεωργικά