Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
Arbutus unedo κοινή κουμαριά
basin κοιλάδα, δεξαμενή, λεκάνη, υδατολεκάνη
bladderwort κυστόχορτο (σαρκοφάγο φυτό)
blanket κουβέρτα, καθολικός, ενιαίος, κοινός, ισόπεδος (<ίσος + πέδον = έδαφος)
block κυβόλιθος, μπλόκι
burn (burnt) καίω, καίγομαι / καμένος (burned)
burning καιόμενος
clip κούρεμα, κουρεύω, κλάδεμα, κλαδεύω (φράχτη)
cane καλάμι (του μεσογειακού γένους Arundo και των αλλόχθονων Arundinaria και Saccharum)
canopy κομοστέγη, δασοκάλυψη, φυτοστοιβάδα, συγκόμωση
cone (volcanoe) κώνος (ηφαιστείου)
Catalonia Καταλωνία
conifer κωνοφόρο
Caucasus Καύκασος
coniferous κωνοφόρος
Central Massif Κεντρικός ορεινός όγκος
constraction κατασκευή, ανοικοδόμηση
broom ?????? κύτισος, σάρωθρο (Leguminosae)
cessation κατάπαυση
Cordillera κορδιλιέρα, αλυσιδάρα (<υποκορ. ισπαν. Cordilla = αλυσίδα), ο κύριος ορεινός σχηματισμός παράλληλων οροσειρών μιας ηπείρου ή νησιού
brown καστανός, καστανόχρωμος
cherry κερασιά
chestnut (Castanea sativa) κάστανο, καστανιά
cimax καταληκτικός
Campania Καμπάνια ή Καμπανία (περιφέρεια της νότιας Ιταλίας)
cliff κρημνός, γκρεμός
canal κανάλι (αρχαία: κάννα = καλάμι)
cultivation καλλιέργεια
colluvion κατάκλυση, πλημμύρισμα
Cupressus sempervirens κυπαρίσσι
Cyperus κύπειρος, κύπερος (υδροχαρές αρωματικό φυτό)
cypress (Cupressus) κυπαρίσσι
Cyrenaica Κυρηναϊκή (περιοχή)
demolition κατεδάφιση
depression κοίλωμα, κοιλότητα
crest κορυφή
crown cover κομοστέγη (<κόμη + κάλυμμα - στέγη)
cryotic soil κρυοτικό έδαφος
crystalline κρυσταλλικός, κρυστάλλινος
domesticated κατοικίδιος, εξημερωμένος
dominance κυριαρχία, επικράτηση
dyke (dike) κοίτασμα, φλέβα (λίγο ή περισσότερο επίπεδες επιφάνειες εκτεθειμένων κοιτασμάτων εξαιτίας παγετωνικής δράσης)
edge κράσπεδο
endanger κινδυνεύω, διακινδυνεύω
Euphorbia acanthothamnos κουκουλαφάνα
evenness κανονικότητα
fructure κατάτμηση
grapevine κλήμα, άμπελος (αμπέλου, αμπέλων), αμπέλι, κληματαριά
garden κήπος, περιβόλι
grower καλλιεργητής
hedged κουρεμένος ή βοσκημένος θάμνος
horned pondweed κερασφόρο λιμναγριόχορτο
horticulture κηπευτική, κήπος
hornwort κερατόχορτο
inundate κατακλύζω, πλημμυρίζω
Juglans regia καρυδιά
karstic, karst καρστικός (<Γιουγκοσλαβία, Κάρστ, όπου υπάρχουν διαβρωμένοι ασβεστολιθικοί σχηματισμοί)
lapis (lapis lazuli) κυανός λίθος (ορυκτό)
Kerkini Κερκίνη (λίμνη)
Kyllini Κυλλήνη
lily κρίνος (ο)
livestock κτηνοτροφία
lopis κύανος (ο πολύτιμος λίθος λαζουρίτης και λαζούρι)
manure κοπριά
mobile sediment κινητό ίζημα
mowing κούρεμα, θερισμός, αποκοπή
nut καρύδι, ξηρός καρπός, κεφαλή
pastoral κτηνοτροφικός
patch distribution κηλιδωτή διανομή
Pinus pinea κουκουναριά
planter καλλιεργητής
pumice κίσσηρη
pumice - stone κισσηρόπετρα, ελαφρόπετρα
reedbed καλαμών, καλαμώνας, καλαμιώνας
reedmace καλαμορόπαλο, καλαμοπελατίκι
refuge καταφύγιο
regime καθεστώς, δίαιτα, αγωγή, κατάσταση
rabbit κουνέλι
reed καλάμι (των γενών Phragmites…..)
ridge κορυφογραμμή, ράχη (βουνών, βουνού)
scrubby καχεκτικός, γεμάτος θάμνους
shingle κροκάλη, βότσαλο
soft sediment κινητό ίζημα
slack κοιλότητα, βύθισμα, κοίλωμα
stepped κλιμακωτός, βαθμιδωτός
till καλλιεργώ
tillage καλλιέργεια
tilled καλλιεργούμενος, καλλιεργημένος
valley κοιλάδα, λαγκάδι, φαράγγι, πεδιάδα, πεδινός
Vitex agnus castus καναπίτσα, λυγαριά
wader καλοβάτης, καλοβατικό πτηνό (μεγαλόσωμο με μακριά πόδια και λαιμό - καλή βάδιση)
walnut (Juglans) καρυδιά
waterfall καταρράχτης, υδατόπτωση