asphodelian |
ασφοδέλειος |
Asphodelus, asphodel |
ασφόδελος ή σφερδούκλι, φυτό των Ηλύσιων Πεδίων |
athalassal |
αθαλασσικός |
athalassic |
αθαλάσσωτος (ο μη περιέχων θαλάσσιο ύδωρ, όπως αζαχάρωτος) |
bar |
αμπάρα, ράβδος, κάγκελο, πλάκα, εμπόδιο, φραγμός |
bare |
αποψιλωμένος, γυμνός, απογυμνωμένος, ελάχιστος, μόλις |
basicline |
αλκαλοκλινής, βασεοκλινής |
bearberry |
αρκουδόμουρο |
arbour |
αναδενδράς (<αναρριχόμενο φυτό ή κρεβατίνα ή πέργουλα |
bloom |
ακμή |
arctic |
αρκτικός (τόπος με άρκτους = αρκούδες) |
Artemisia arborescens |
αψιθιά |
burdock |
Αρψτιθμ |
calcareous |
ασβεστούχος, ασβεστώδης, ασβεστολιθικός |
calcicline |
ασβεστορρεπής (ο κλίνων προς την άσβεστο) |
calcicole |
ασβεστολιθόφιλος |
calcicolous |
ασβεστολιθόφιλος |
calcifil |
ασβεστολιθόφιλος |
calciphile |
ασβεστόφιλος |
calciphilous |
ασβεστόφιλος |
carbonate |
ανθρακικός |
catena |
αλυσιδωτός, σειρά σχετικών πραγμάτων |
climber |
αναρριχητικός |
commodity |
αγαθό (υλικό), υλικός |
calcium |
ασβέστιο |
breeding |
αναπαραγωγή, εκτροφή, βελτίωση |
calcschist |
ασβεστο-σχιστόλιθος |
Bupleurum fruticosum (Umbelliferae) |
ανεμοπύρωμα, λαφόκλαδο (Μηλιαράκης, 1925) |
cape |
ακρωτήριο |
discharge |
απόβλητο |
colonization |
αποίκιση |
dealpine |
από-αλπικός, απαλπικός (φυτά της αλπικής ζώνης που μπορεί να βρίσκονται και σε πεδιάδες) |
decalcified |
απασβεστιωμένος |
deforestation |
αποδάσωση, αποψίλωση, εκχέρσωση |
deforested |
αποδασωμένος, αποψιλωμένος, εκχερσωμένος |
desiccation |
αφυδάτωση, ξήρανση |
disuse |
αχρηστία |
disused |
αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιούμενος |
drainage |
αποστράγγιση, αποχέτευση |
draining |
αποστράγγιση |
elevation |
ανύψωση, ύψωμα, ύψος |
eternal |
αιώνιος, μόνιμος |
emerged |
αναδυμένος |
emergent |
αναδυόμενος, σε ανάδυση, ανερχόμενος |
emerging |
ανάδυση |
evergreen |
αειθαλές (φυτό), αείφυλλος, αειθαλερός, αειπράσινος |
fairly |
αρκετά, σαφώς |
field |
αγρός, πεδίο, περιοχή |
esker |
αμμολιθώνας |
graminoid |
αγρωστώδες (φυτό), αγρωστωειδές |
grass |
αγρωστώδης (< αγρώστης, αρχ. ελλην. = αγρώτης = αγρότης = άγριος = αγρός = ο άνθρωπος των αγρών), γράστις, γρασίδι, αγρωστώδη, σιτηρά, σιτώδη |
farm, farm land |
αγρόκτημα |
fixed |
αμετάβλητος, σταθερός (θίνες) |
flowering rush |
ανθοφόρα βούρλα |
fossil |
απολίθωμα, απολιθωμένος |
fox sedge |
αλεπουδο-σπαθόχορτο |
fumarole |
ατμίδα |
gravel |
αδρομερές μερίδιο (με διάμετρο > 2 mm) |
gushing |
αναβλυστικός, αναβρυστικός, διαχυτικός |
gushing spring |
αναβλυστική πηγή |
halophile |
αλόφιλος (<άλς = άλας, θάλασσα + φίλος) |
halophyte |
αλόφυτο (<άλς = άλας, θάλασσα + φυτό) |
holly |
αρκουδοπούρναρο = Ilex aquifolium |
hornbeam |
αγγλικό κοινό όνομα του Carpinus betulus = κερατοδοκάρι |
gas |
αέριο |
Genista acanthoclada |
αφάνα, ξυλάγκαθο |
inaccessible |
απρόσιτος |
inactive |
αδρανής, ανενεργός |
horsetail |
αλογουρά |
impermeable |
αδιαπέραστος, στεγανός, αδιάβροχος |
iris |
αγριόκρινο (το φυτό Iris pseudacorus) |
irradiate |
ακτινοβολώ, εξαπλώνομαι |
jumble |
ανακατώνω, σωρός |
kame |
αμμοχαλικώνας |
larch (Larix decidua) |
αγριοπεύκη |
Larix decidua |
αγριοπεύκη |
liana |
αναρριχητικό φυτό (<Γαλλικό liane <-Λατινικό ligare = σφίγγω, αναρριχώμαι, δένω γύρω από..) |
lime - deficient |
ανεπάρκεια (έλλειψη) ασβέστου (CaO) |
limestone |
ασβεστολιθικός, ασβεστόλιθος |
maize |
αραβόσιτος, καλαμπόκι |
lakeside |
ακρολιμνιά |
leave to rest |
αγρανάπαυση |
market |
αγορά, εμπορικός |
miscellaneous |
ανάμεικτος, ετερογενής |
mixed |
ανάμεικτος, αναμειγμένος |
neck |
αυχένας, λαιμός, σβέρκος |
nitrophilous |
αζωτόφιλος |
non saline |
αναλος (<μη + αλς - αλός = άλας) |
non- inundated |
απλημμύριστος |
non- pellucid |
αδιαφανής |
nitrogenous |
αζωτούχος |
Olea europaea |
αγριελιά |
open |
ανοιχτός, ακάλυπτος, ελεύθερος, ανεμπόδιστος |
nitrification |
αζωτοποίηση (βακτηριακή διάσπαση αμμωνιακών αλάτων) |
nitrified |
αζωτοποιημένος |
Pinus pallasiana |
αγριόπευκο |
outlying |
απόμερος, ξεμακρυσμένος |
park (ιταλικό) |
αλσύλλιο, μικρό τεχνητό δάσος, δενδρόφυτος κήπος, πάρκο |
pear |
αχλάδι, αχλαδιά |
plough |
αλέτρι, οργώνω |
precipitation |
ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα |
prickly |
αγκαθωτός, ακανθώδης |
Puglia |
Απουλία |
quillwort |
αγκαθόχορτο |
Phlomis fruticosa |
ασφάκα, φασκί, φλωμό, γαϊδουραφάνα |
restoration |
αποκατάσταση, επανόρθωση |
resurgence |
αναγέννηση, ανάβλυση, ανάβρυση |
resurgent |
αναδυόμενος, νέος, αναβλύζων, αναβρύζων |
raised |
ανυψωμένος |
raw |
ακατέργαστος |
recreation |
αναψυχή, ψυχαγωγία, αναδημιουργία |
reef |
αναβαθμίδα |
reforestation |
αναδάσωση |
richness |
αφθονία ειδών |
riverside |
ακροποταμιά |
salt work |
αλυκή |
shore |
ακτή, όχθη |
salt wort |
αλόχορτο |
sand dune |
αμμοθίνη, αμμόλοφος |
sandur |
αμμοράχη |
Sarcopoterium spinosum (burnet) |
αστοιβή, στοιβίδα, μούρο |
salt - tolerant |
αλο-ανεκτικός |
scraped |
αποψιλωμένος |
salt (water) |
αλμυρό (νερό) (όταν είναι στην ενδοχώρα, όχι θαλάσσιο) |
seaboard |
ακτή |
salt basin |
αλολεκάνη |
seam |
αρμός, ζώνη, διαχωριστική γραμμή, ένωση |
salt marsh |
αλοέλος |
seaside |
ακροθαλασσιά |
salt meadow |
αλο-λειμώνας, αλολειμώνας |
seep |
ανάβλυση (υδάτων), διαρροή |
salt steppe |
αλοστέπα, έναλη στέπα |
shallow |
αβαθής |
silvery |
αργυρός |
slurry |
αραιή τσιμεντόλασπη |
sparse |
αραιός, σποραδικός |
spiky |
αγκαθωτός, ακιδωτός, μυτερός |
spiny |
αγκαθωτός |
starwort |
αστρόχορτο |
steep |
απόκρημνος, διαποτίζω |
talus |
αποσαθρωμένος βράχος |
Tamarix |
αλμυρίκι, αρμυρίκι |
steam |
ατμός, αχνός, άχνισμα (έκθεση στην επίδραση ατμών), αχνίζω (βγάζω ατμούς) |
summital |
ανώτατος, κορυφαίος, ακραίος, μέγιστος, ύψιστος, ο σε μεγάλο υψόμετρο |
thorny |
ακανθώδης, αγκαθωτός |
threat |
απειλή |
urbanisation |
αστικοποίηση |
threaten |
απειλώ |
tolerant |
ανεκτικός |
tolerate |
ανέχομαι |
unbroken |
αδιάπτωτος, συνεχής, μόνιμος σταθερός, πάγιος |
unpalatable |
αταίριαστος, δυσάρεστος, ανάρμοστος |
urban |
αστικός |
vapour |
ατμός, υδρατμός |
Vardar |
Αξιός (ποταμός) |
vascular |
αγγειακός, αγγειωτός |
vigorous |
ακμαίος |
vineyard |
αμπέλι, αμπελόκηπος, άμπελος, αμπελώνας |
unimproved |
αβελτίωτος |
vineyard (Vitis vinifera) |
αμπελώνας |
unmanaged |
αδιαχείριστος |
unmixed |
αμιγής |
waste |
ακουπίδι, απόβλητο |
warehousing |
αποθήκευση |
waterside |
ακροποταμιά, ακροθαλασσιά, παρόχθιος |
weathering |
αποσάθρωση |
weed |
αγριόχορτο, ζιζάνιο |
wild olive (Olea europaea) |
αγριελιά |
wormwood (Artemisia) |
αψιθιά |
arable |
αρόσιμος (κατάλληλος για όργωμα) |
abrupt |
απότομος, απότομης κλίσης |
Anatolia |
Ανατολία, Ανατολή, Μικρά Ασία |
admixture |
ανάμειξη (έλεγχος αν είναι σωστό) |
andesite |
ανδεσίτης (πέτρωμα) |
Aegeo - Levantine |
Αιγαιο - λεβαντίνικος |
antarctic |
ανταρκτικός (τόπος χωρίς άρκτους = αρκούδες) |
aeolian |
αιολικός (<Αίολος = θεός των ανέμων) |
anthropogenic |
ανθρωπογενής |
aeration |
αερισμός |
Anthyllis |
Ανθυλλίδα (Λατιν.
|
aerohaline |
αερό-αλος, αέραλος, αεραλατούχος (
|
Apennina = apennines |
Απέννινα (όρη) - Ιταλία |
agroforestry |
Αγροδασοπονία |
alkaline |
αλκαλικός βασικός (<αραβικό al kali = τέφρα φυτού, από την οποία παράγονται αλκαλικές ουσίες - ενώσεις του υδροξυλίου (OH-), με τα αλκαλιμέταλλα (Li, Na, K, Rb, Cs, Fr) |
almond (Prunus amygdalus) |
αμυγδαλιά |
alpine |
Αλπικός |
amphibious |
αμφίβιος |