Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
brackish υπόαλος (<υπό + αλς = θαλασσινό ύδωρ = θάλασσα), υφάλμυρος, στα ενδοχωρικά ύδατα (<υπό + αλμυρός)
cut down υλοτομώ, υλοτόμηση
damp υγρός, υγρασία, υγραίνω
degraded υποβιβασμένος, υποβαθμισμένος
deterioration υποβάθμιση
fell υλοτομώ, κόβω δένδρα
humid υγρός (πολύ)
hyporh(e)ithral υπορειθρικός (<υπό + ρείθρο)
humidity υγρασία
infra-aquatic υπο-υδατικός, υποϋδατικός
hummock υψωματάκι, λοφίσκος, όχθος (<από την ασαφούς προέλευση γερμανική λέξη hummel)
hybrid υβρίδιο
hydrological υδρολογικός
hydrophilus υδρόφιλος (ύδωρ + φίλος)
hygro - nitrophilous υγρο-αζωτόφιλος
hygromesophile υγρομεσόφιλος (υγρός + μέσος + φίλος)
hygrophilous υγρόφιλος (υγρός + φίλος)
hypersaline υπέραλος (υπερ + αλς = άλας, θαλάσσιο ύδωρ = θάλασσα)
hypopotamal υποποτάμιος (<υπό + ποτάμιος)
logging υλοτομία
malnutrition υποσιτισμός
moisture υγρασία
overgrazing υπερβόσκηση
overstorey υπερόροφος, άνω όροφος
overwhelmingly υπερ-πλημμυρισμένος, υπερκυριαρχία
palustrine υγροστασιακός
plateau υψίπεδο (υψίπεδου), οροπέδιο (οροπεδίου)
remnant υπόλειμμα
residual υπόλειμμα
recede υποχωρώ, αποτραβιέμαι
sewer υπόνομος
tall υψηλός - λεπτός
temporary running waters υδατορεύματα προσωρινής ροής
subalpine υπο-αλπικός, υπαλπικός
subclimax υπο-καταληκτικός
subnitrophilous υπο - αζωτόφιλος, υπαζωτόφιλος
suboceanic υποωκεάνιος
substitute υποκατάστατο
suffrutescent υποθαμνοειδής
supra - Mediterranean υπερ - μεσογειακός
sweet gum (Liquidambar orientalis) υγράμβαρη, γλυκόκολλα
ultra-basic rock υπερβασικό πέτρωμα
ultra- basic rock υπερβασικό πέτρωμα
under storey υπο-όροφος
upland υψίπεδο
water body υδατομάζα
wetland υγρότοπος, υγροτοπικός
watercourse υδατοδιαδρομή, υδατοπορεία
waterfowl υδρόβιο πτηνό, υδατικό πτηνό που εμπλέκεται στα ύδατα
wet υγρός, υγρασία, βρεγμένος
above-ground υπερεδάφικός, υπερεδαφιαίος
altitude υψόμετρο
altitudinal υψομετρικός
aquatic υδρόβιος, υδάτινος (ο αποτελούμενος από ύδωρ), υδατικός(ο αναφερόμενος στο ύδωρ)