arid |
ξηρός |
drayness |
ξηρότητα |
drought |
ξηρασία, αναβροχιά |
eradicate |
ξερριζώνω, εξαφανίζω |
ligneous |
ξυλώδης (<Λατιν. Ligneus) |
reclaim |
ξεχερσώνω, αξιοποιώ, αποξηραίνω, εκχερσώνω |
reseeded |
ξανασπαρμένος, επανασπαρμένος |
xero-halophile |
ξηρο-αλόφιλος |
xerophile, xerophilic, xerophil |
ξηρόφιλος (<ξηρός + φίλος) |
xerophyte |
ξηρόφυτο (<ξηρός + φυτό) |
wood rush (Luzula) |
ξυλόβουρλο |
xero-acidocline |
ξηρο-οξινοκλινής (<ξηρός + όξινος + κλίνω) |
xerothermic |
ξηροθερμικός (ξηρός + θερμός) |
xero-thermophile |
ξηρο-θερμόφιλος |
xerophily |
ξηροφιλία |
xerophyllous |
ξηρόφυλλος (<ξηρός + φύλλο) |
xeropoophilus |
ξηροποόφιλος (<ξηρός + πόα + φίλος) |
xeropoophyte |
ξηροποόφυτο (ξηρός + πόα + φυτό) |
xerotherm |
ξηρόθερμος (ξηρός + θέρμη) |
xeric |
ξερικός, ξηρικός, ξηροφυτικός (<ξηρός = που έχει έλλειψη υγρασίας, δεν ποτίζεται, αρδεύεται) |
xerothermal |
ξηροθερμικός |
alien |
ξενικός, ξένος, αλλογενής |