bush = shrub |
θαμνώνας, θάμνος |
bushy |
θαμνώδης, δασύς, πυκνός |
brush = scrub |
θαμνοδενδρώνας: πυκνή βλάστηση από υπανάπτυκτα δένδρα και θάμνους - άγρια βλάστηση με φυτά μεγαλύτερα από πόες και μικρότερα από δένδρα |
cracking |
θραύση, ράγισμα |
detritus |
θρύμμα, τρίμμα |
dome |
θόλος |
dunal |
θινικός (ο της θίνης) |
dune |
θίνη, αμμοθίνη, σωρός άμμου |
estival |
θερινός |
geyser |
θερμοπίδακας |
fruticose |
θαμνοειδής, θαμνώδης |
garrique |
θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών πάνω σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα (<Γερμανο-Ελβετικό karren = ιζηματογενής βράχος = ασβεστολιθικό υπόστρωμα) |
greenhouse |
θερμοκήπιο |
harvesting |
θεριστικός, σόδιασμα, τρύγηση |
hot |
θερμός, ζεστός, καυτός |
landfill site |
θέση υγειονομικής ταφής |
Levantine Sea |
Θάλασσα του Λεβάντε - της Ανατολής - Ανατολική Μεσόγειος |
marine |
θαλάσσιος |
scrub = brush |
θαμνοδενδρώνας, θάμνος (μικρός - πυκνός) |
scrubland |
θαμνότοπος |
sea - lavender |
θαλασσο - διαποτισμένος |
seablite |
θαλασσοβλίτο (<Λατ. Sea = θάλασσα + blitum = βλίτο: είδος λάχανου) |
shrub = bush |
θαμνοδενδρώνας, θάμνος |
shrub orchard |
θαμνοδενδρόκηπος |
shrubbery |
θαμνότοπος |
shrubby |
θαμνώδης, θαμνοδενδρώδης |
shrubland |
θαμνοδενδρότοπος |
Satureja thymbra |
θρούμπι |
savory |
θρουμπί = Satureja montana |
solfatara (s) |
θειών (ο), θειωνιά (η), θειώνας (Ιταλικά: sulfa - terra = θείου (S) - γη : ηφαιστειογενής περιοχή με ηφαιστειακές ατμίδες που εκλύουν θερμά - υπέρθερμα αέρια, κυρίως θειούχα) |
thermal |
θερμαντικός, θερμικός |
thermal spring |
θερμική πηγή |
thermic |
θερμικός, θερμός |
thermophile |
θερμόφιλος (<θέρμη + φίλος) |
thermophilous |
θερμόφιλος, θερμοφιλικός |
thermophily |
θερμοφιλία |
thermo-Mediterranean |
θερμο-μεσογειακός |
thermoperiod |
θερμοπερίοδος |
tasselweed |
θυσαναγριόχορτο |
therophyte |
θερόφυτο (<θέρος + φυτό, το χειμώνα διατηρείται ως σπόρος) |
thracian |
θρακικός, της Θράκης |
turbid |
θολός |
turbidity |
θολότητα |
tufted |
θυσανωτός |
warmth |
θερμότητα, ζεστασιά |
amenity |
θέλγητρο, θελκτικός, θελκτικότητα, αισθητική |