Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
beach παραλία, αμμουδιά
burnet (Poterium, Sarcopoterium) ποτήριο, ποτήρι, κ.ο = αστοιβή, στοιβίδα
broad-leaved πλατύφυλλος
chandelier πολύφωτο, πολυέλαιος (κοινό όνομα χαρόφυτου)
clint = slob πλάκα, πλακοστρώνω
coastland παραλιότοπος
cultivar ποικιλία καλλιεργήματος
decline παρακμή, μείωση, πτώση, εξασθένηση, σε παρακμή, παρακμάζω
close πυκνός, κλειστός, κλείσιμο
closed sward περιορισμένος λειμώνας, κλειστός λειμώνας
coastal παράκτιος, παραλιακός
duck πάπια
duckweed παπιόχορτο
espalier περγολιά - περγολιών (ιταλική), πέργολα - περγολών, περγουλιά, πέργουλα, αναδενδράς, κληματαριά, κρεβατίνα, δράνα
fauna πανίδα (Λατ: Faunus = Φαύνος = Παν - Πανός: Ποιμενικός θεός της Ελλάδας)
feathergrass πτεραγρωστώδης
felsenmeer (sea of rock) πετροθάλασσα
floating πλωτός, επιπλέων, αιωρούμενος, πλευστός
fringed παρόχθιος, περιθωριακός
flood plain πλημμυριζόμενο πεδίο (πεδιάδα)
glacial παγετώδης, παγερός
flooded πλημμυρισμένος
glacier παγετώνας
flooded crops πλημμυρισμένοι σπαρτότοποι
flooding πλημμύρισμα
fluvial ποτάμιος
fluviatilis, -e ποτάμιος (<Λατ. Fluvius = ποταμός)
foliose πηκτωματώδης
forb πλατύφυλλη πόα
freeze παγώνω, πήζω, καταψύχω, παγωνιά, ψύξη
flank πλαγιά (όρους)
fringe παρυφή, παρόχθιος, περιθωριακός, κράσπεδο, χείλωμα
grassland ποολίβαδο, ποότοπος, γρασιδότοπος, αγρωστωδότοπος
greenweed πρασιναγριόχορτο (Genista)
hard water spring πηγή ύδατος (σκληρού), με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα
hedge πατουλιά, βατουλιά (φράχτης από θάμνους ή δενδρύλια), προστατεύω με φράχτη
herb πόα
herbaceous ποώδης
ice πάγος
intermittent περιοδικός
ledge προεξοχή βράχου
lilac (Syringa) πασχαλιά
lime - rich πλούσια (με επάρκεια) σε άσβεστο (CaO)
limnocrene πηγή υδατολεκάνης, λιμνοπηγή, λιμνοκρήνη
littoral zone παραλιακή ζώνη
lowland πεδινός, πεδιάδα
lotic ποτάμιος, ρέοντα ύδατα
margin παρυφή, περιθώριο, άκρο
maritime παραθαλάσσιος
Nerium πικροδάφνη
neglected παραμελημένος
oleander (Nerium oleander) πικροδάφνη
option value προαιρετική αξία
outcrop πέτρωμα που προεξέχει από το έδαφος, εκτεθειμένος βράχος
pannonic παννόνιος (προερχόμενος από Παννονία)
piedmont πρόποδας (όρους)
Pantelleria Παντελλερία (νησί)
pine (Pinus) πεύκη, πεύκο, πεύκος, πίτυς (πίτυος) = το δένδρο πίτυς = πεύκη, κουκουναριά
parkland παρκότοπος, αλσυλλιότοπος
Pinovon Πίνοβο (όρος)
Parnassus Παρνασσός
Pinus halepensis πεύκος (ο)
outcropping προεξοχή
pelagic πελαγικός
pioneer πρόδρομος
outpost προφυλακή, ακροθέση
Pelagonides Πελαγονίδες, πελαγονικά Όρη (Πελαγονία = πολύ αρχαία χώρα της δυτικής Μακεδονίας)
Piperitsa Πιπερίτσα (όρος)
Paeonian Παιωνιδιακός, Παιωνιακός (της Παιωνίας - Paeonia) Παιωνία = αρχαία περιοχή στην κοιλάδα του Βαρδάρη (Αξιού) - Σήμερα τα εδάφη αυτά ανήκουν στην ΠΓΔΜ, Ελλάδα και Βουλγαρία
Pelion Πήλιο (όρος
palaearctic παλαιαρκτικός (<παλαιά + αρκτική - περιοχή)
perennial πολυετής
Paliurus spina - christi παλιούρι (κοινό όνομα είδους φυτού)
peri-alpine περι-αλπικός
Pangeon Παγγαίο (όρος)
periphyton περίφυτο (φύκη + κυανοβακτήρια)
Pannonia Παννονία (αρχαία χώρα νότια του Δούναβη, στην Ουγγαρία)
pluri - specific πολύ -ειδικευμένος
Pteridophyta Πτεριδόφυτα
poa πόα (<πόα = χλόη, χόρτο, βοτάνη, γρασίδι)
Pyrenees Πυρηναία (όρη)
Poaceae Ποϊδες (ανήκουν και όλα τα δημητριακά)
pyroclastic πυροκλαστικός (<πυρ + - κλάστης < κλάω = σπάζω, ο σχηματιζόμενος από κατάτμηση ως αποτέλεσμα ηφαιστειογενούς δραστηριότητας)
potamal = potamia, potamian, potamic, potamius ποτάμιος, ποταμήσιος
Quercus coccifera πουρνάρι
potamo- ποταμο-
potato πατάτα
pre - Alps προ-Άλπεις (όλα τα όρη γύρω από τις κεντρικές Άλπεις)
plagioclimax πλαγιοκαταληκτικός
productivity παραγωγικότητα
plain πεδιάδα, κάμπος
prolonged παρατεταμένος
plane (Platanus orientalis) πλάτανος
protection προστασία
pleurocarpous πλευροκαρπικός (<πλευρά + καρπός)
Provence Προβηγκία
pest πληγή, επιβλαβές
raft vegetation πλωτή βλάστηση
remain παραμένω, διατηρούμαι
riparian παρόχθιος
river ποταμός, ποτάμι
roche moutonee (sheepback) προβατοράχη (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, <100 m μήκος)
rock πέτρωμα, βράχος
screen προπέτασμα, φραγμός
seepage spring πηγή διαπότισης
silicicolous πυριτιούχος
riverine παραποτάμιος, ποταμίσιος, ποτάμιος
siliceous πυριτικός
slob = clint πλάκα, πλακοστώνω
slope πλαγιά, πρανές, κλίση, κατωφέρεια, επικλινής
source πηγή, εστία, αιτία, αρχή
species - rich helophyte bed πλούσιο σε είδη στρώμα ελόφυτων
sport field πεδίο άθλησης, γήπεδο
spring πηγή ύδατος, ανάβλυση
spur παρακλάδι οροσειράς
slab πλάκα
soft water spring πηγή ύδατος (μαλακού) με χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα
soggy πολύ υγρός, λασπερός
stony πετρώδης, βραχώδης, σκληρός
stripped πτωχευμένος, απογυμνωμένος
temporary πρόσκαιρος, προσωρινός
thicket πυκνή συστάδα, θαμνώνας, σύδενδρο, λόχμη (= maquis = macchia = μακκία βλάστηση = λόχμη => λόχμη = πυκνός θάμνος κατάλληλος ως κρύπτη)
trampled ποδοπατημένος
tufa πώρος, πουρί, πωρόλιθος, πορώδης (<πόρος), τόφος (= εύθρυπτος πορώδης λίθος)
variation παραλλαγή
tussock πατουλιά ή βατουλιά (φυσικός φράκτης)
waterlogged πλημμυρισμένος
a.s.l. (above sea level) πάνω από το επίπεδο της θάλασσας
alluvial προσχωματικός, προσχωσιγενής
approach πρόσβαση, προσέγγιση