Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
bed στρώμα, ζώνη, πρασιά, κοίτη (ποταμών), πυθμένας θάλασσας, παρτέρι (τμήμα κήπου - Γαλλικό), πρασιά
Betula (birch) σημύδα
birch (Betula) σημύδα
carpet στρωμνή
Carpinus betulus σκος, τσουκνίδα
continuous συνεχής, αλλεπάλληλος
crenal stream σκαπτικός χείμαρρος, διαβρωτικός χείμαρρος
crevice σχισμή (π.χ. βράχου)
crop σπαρτό, συγκομιδή, σοδιά, απόθεμα, σπαρτότοπος, καλλιέργεια
cropland σπαρτότοποι
Crucifera Σταυροφόρα
cushion στρώμα, μαξιλάρι
cushion - heath στρωματο - ερεικώνας
codominate συγκυριαρχώ
codomination συγκυριαρχία
dry out στερεύω, στεγνώνω (για ποτάμι, πηγή)
dump σκουπιδότοπος
dung heap σωρός κοπριάς
esparto σπάρτο
dormant σβυσμένος
dripping στακτός (που στάζει)
dry στεγνός, ξηρός, ξερός, στεγνώνω, σκουπίζω, ξεραίνω
ensemble σύνολο
fissure σχισμή, ρωγμή
fodder σανός (διάφορων ειδών)
glasswort (Salicornia) σαλικόρνια, γυαλόχορτο
Globularia alypum (Globulariaceae) σέννα ή στουρέκι (Μηλιαράκης, 1925)
hardwood σκληρόξυλος
harvest συγκομιδή, σοδειά
hay σανός, χόρτο
heap σωρός
grike σχισμή, ρωγμή
habitually συνήθως, από συνήθεια
inlet στενόμακρος κολπίσκος της θάλασσας, ορμίσκος, λιμανάκι, στενωπός (η)
layer στρώμα, χλοοτάπητας
maintenance συντήρηση, διατήρηση
narrow - leaved στενόφυλλος
maples (Acer) σφεντάμι
mat στρωμνή (παχύ στρώμα φυτικών υλικών), στρώμα, στρώση
mat - grass στρωμνή αγρωστωδών
mound σωρός χώματος
permafrost συχνά παγωμένο έδαφος
petrifaction σκλήρυνση (ύδατος)
petrify σκληρύνω, σκληραίνω, πετρώνω, πολύ σκληρός
Pistacia lentiscus σχίνος
quake σεισμός, πάλλω, σείομαι
quaking σειόμενος, σειστός
raft σχεδία, πλωτήρας
range σειρά, γραμμή, πεδίο, διακύμανση, ποικιλία, περιοχή, έκταση, ζώνη
related σχετιζόμενος
ropy lava σχοινοειδής λάβα
ruderal community σαπρο - κοινότητα
Sicily Σικελία
rye (Secale cereale) σίκαλη
Sardinia Σαρδηνία
savanna σαβάνα (ένα ν) (<ισπαν. zavana = πειάδα ή υψίπεδο χωρίς δένδρα)
sclerophyllous σκληρόφυλλος
scoria lava σκώρια λάβα
sedge (Carex) σπαθόχορτο
seed σπόρος
Serbia Σερβία
serpentine σερπεντίνης, σερπεντινικός - Mg3Si2O5(OH)4 (πέτρωμα)
shady σκιερός
skeletal σκελετικός
slag heaps σωροί σκουριάς
sphagna (Sphagnum) σφάγνο (<σφάγνος = σφάκος = αλεσίσφακος = φασκομηλιά)
spikerush σταχόβουρλο
stabilization σταθεροποίηση
stagnant στάσιμος, λιμνάζων
stand συστάδα
standing (waters) σταθερός, αμετάβλητος, στάσιμος, ακίνητος
steppe στέπα (<ρωσική λέξη = πεδιάδα, κάμπος, δεν σχετίζεται μετα αγρωστώδη Stipa)
stratum στρώμα
stress coefficient συντελεστής συμπίεσης
Struma Στρυμόνας (ποταμός)
stygon στύγο (<στύγιος = ο ανήκων στη στύγα = μια ωκεανίδα που ζει στον κάτω κόσμο, κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας), ποταμός του άδη (κάτω κόσμου)
succulent σαρκώδης
synanthrope συνάνθρωπος (<συν + άνθρωπος)
synanthropic συνανθρωπικός (ζώο συνδεδεμένο οικολογικά με τον άνθρωπο)
tube σήραγγα
tunnel σήραγγα
Umbelliferae Σκιαδιοφόρα
waste place σκουπιδότοπος
water level στάθμη ύδατος
water table στάθμη υδροφόρου ορίζοντα, υδρορίζοντας, υδατορίζοντας, υδατοεπίπεδο, υδροφόρος ορίζοντας, υδατοστάθμη, πιεζομετρική επιφάνεια ύδατος
wheat σιτάρι
Acer σφένδαμνο
alder (Alnus) σκλήθρα (η), το φυτό σκλήθρα / πελεκούδι
alliance συμμαχία, συνάφεια, ένωση