Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
carr ελότοπος (<αρχ. Νορβηγικό Karr = marshland = ελότοπος: ένα υγροτοπικό δασώδες πεδίο, που κατά κανόνα αποτελεί στάδιο διαδοχής μεταξύ του έλους με καλάμια και του καταληκτικού διαμορφωμένου δάσους σε περιοχές με παραθαλάσσιο κλίμα)
clearing εκχερσωμένος, ξέφωτο, εκχέρσωμα, περιοχή χωρίς βλάστηση, απαλλαγή
contingent valuation εξαρτημένη αξιολόγηση
cover επίστρωση, κάλυμμα
deficient ελλιπής, ανεπαρκής
deposit εναπόθεση, απόθεση, κοίτασμα
ephemeral εφήμερος, βραχύβιος, πρόσκαιρος
epipotamal επιποτάμιος
Erica ερείκη (φρυγανοειδής θάμνος), ρείκι (<ερείκη, ερίκη, ρείκι)
ericoid ερεικοειδής, ερεικώδης
Euboea Εύβοια (<ευ + βους)
domaine επικράτεια
Eucalyptus ευκάλυπτος (<εύ + καλυπτός)
edaphic εδαφικός
embryonic εμβρυϊκός
enclave εγκλώβισμα
endemic ενδημικός
euhydrophytic εφυδροφυτικός (<ευ + ύδωρ + φυτικός)
Euro-Siberian Ευρω-σιβηριακός
eutrophic εύτροφος, ευτροφικός
eutrophicated ευτροφοποιημένος
Euxinian ευξείνιος (του Εύξεινου Πόντου)
exotic εξωτικός, αλλόχθονος
epirh(e)ithral επιρειθρικός, επιροϊκός (ρέεθρον = ρείθρο (ρέω) = ροή, ρείθρο, ρεύμα, ποταμός, αυλάκι, αύλακα)
extensive εκτατικός, εκτεταμένος
extinct εξαλείφω, εξαλείφομαι, εξαλειμμένος
extinction εξάλειψη
factory εργοστάσιο
fertile εύφορος, γόνιμος
flat επίπεδος, οριζόντιος, ομαλός
ground level εδαφικό επίπεδο
groundwater εδαφικά ύδατα
ha εκτάριο
habitat ενδιαίτημα (περιοχή ομοιόμορφων περιβαλλοντικών συνθηκών που παρέχει ζωτικό χώρο σε ένα συγκεκριμένο είδος ή πληθυσμό)
heath ερείκη (ρείκι), ερεικώνας
heathland ερεικότοπος (ερείκη + τόπος)
hedgehog εχινόχοιρος, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος
Hellenides Ελληνίδες (κύριες οροσειρές της Ελλάδας)
helophyte ελόφυτο (<έλος = βάλτος + φυτό)
Hercynian Ερκύνιος (το όνομα της περιοχής δυτικά του ποταμού Ρίνου)
heron ερωδιός
heterotrophic ετερότροφος
hinterland ενδοχώρα
immigrant ενδομετανάστης
Helleno-Balkanic Ελληνο-βαλκανικός
helocrene ελοκρήνη, ελοπηγή (<έλος + κρήνη ή πηγή)
inland ενδοχωρικός, ενδοχώρα
interior εσωτερικός, μεσόγειος (όχι παραλιακός)
introduced εισκομισμένος, μεταφερμένος, εισαγμένος (<εισκομίζω)
level επίπεδο, υψόμετρο
lining επένδυση, πλαισιώνω, πλαισίωση
land - fill επιχωμάτωση
mesic ενδιάμεσος (<μέσος, ο μεταξύ δύο πραγμάτων: ενδιάμεσο περιβάλλον ως προς την υγρασία)
moist ελαφρώς υγρός
naturalize εγκλιματίζω, εγκλιματίζομαι
olive - leaved ελαιό - φυλλος
olive (Olea europaea) ελιά
paving επικάλυψη (με υλικά, πχ πλάκες), πλακόστρωση
Picea ερυθρελάτη
pollinator επικονιαστής, γονιμοποιητής
pollinate επικονιάζω, γονιμοποιώ
pollination επικονίαση
reclamation εγγειοβελτίωση, αναμόρφωση, επανόρθωση, αποκατάσταση
recolonisation επαναποικισμός
regrowth επαναύξηση, ξαναμεγαλώνω, επανεμφανίζομαι, ξαναεμφανίζομαι
replanted επαναφυτεύομαι, επανιδρύω
robust εύρωστος, ρωμαλέος
rural εξοχικός, αγροτικός
sewage works εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων
sprout εκβλαστάνω
spruce (Picea abies) ερυθρελάτη
stability ευστάθεια, σταθερότητα
susceptible επιδεκτικός
temperate εγκρατής, λιτός, εύκρατος, ήπιος.
transporting εισαγωγή, μεταφορά
vernal εαρινός
abandoned εγκαταλειμμένος, έκλυτος
aftermath επακόλουθος
annual ετήσιος, μονοετής