Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
Banat Μπανάτ (ιστορική περιοχή μεταξύ Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Σερβίας)
Belles Μπέλλες (όρος)
bracken με φτέρη
biome μεγακοινότητα, διάπλαση
cascade μικρός καταρράκτης, μικρή υδατόπτωση
chaparral (Καλιφόρνια) = maquis = macchia = matorral μεσογειακή βλάστηση, μακί, λόχμη, μακκία βλάστηση, θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών
drumlin μετωπικός λιθώνας παγετώνα
fungus (-ngi) μύκητα (-τες)
floating - leaved με επιπλέοντα φύλλα
flowering με άνθη, ανθοφόρων
flush μόνιμη βαλτώδης υδατοσυλλογή
humus μαυρόχωμα (χώμα με φυτικά υλικά σε αποσύνθεση) (Λατ. Humus = χθών (χαμαί), γη, χώρα, χαμόθεν)
interstitial μεσοδιαστηματικός
larva μορμολύκη (<Μορμώ, μορμολύκειο)
lead μόλυβδος
Macaronesian - geographic area Μακαρονησιακός, Μακαρονήσια γεωγραφική περιοχή(η πιο δυτικο-ευρωπαϊκή περιοχή: Μακάρων νήσοι = οι νήσοι των νεκρών που βρίσκονταν κατά τους αρχαίους στον Ωκεανό, στην πιο δυτική περιοχή - περιλαμβάνει κυρίως τα νησιά Cape Verde, Canary, Madeira, Azor
macrolichen μακρολειχήνα
macrophytic μακροφυτικός
maltese μαλτέζος, μαλτέζικος
marl μάργα
mesogean μεσόγειος, μεσογειακός (<Ελλην: Μεσόγειος = Μεσόγειος θάλασσα την εποχή της Τιθύος)
matorral (Ισπανία) = maquis = macchia = chaparral μακί, μακκία βλάστηση, μεσογειακή βλάστηση, λόχμη, θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών
mesophile μεσόφιλος (<μέσος + φίλος = 20 - 45οC)
monoculture μονοκαλλιέργεια
medieval μεσαιωνικός
mesotrophic μεσότροφος
medio - European μεσο - ευρωπαϊκός
metamorphic μεταμορφικός
Montenegro Μαυροβούνι
Mediterranean Μεσόγειος (Λατιν: < Mediterraneus = medius + terra = μεσόγειος, μεσόγαια)
metapotamal μεταποτάμιος
moraine μοραίνα, κορήματα (παρασυρόμενοι ογκόλιθοι) από παγετώνα (<Γαλλικό morena = λόφος κορημάτων)
megaphorb ή megaforb μεγαπλατύφυλλη πόα
metarh(e)ithral μεταρειθρικός (<μετά + ρείθρο), μεταροϊκός
mosaic μωσαϊκός, κηλιδωτός
Menikion Μενοίκιο (όρος)
mid - elevation μεσο - ύψωμα, μεσο - ανύψωση
meso - hygrophile μεσο - υγρόφιλος
mixture μείγμα
meso - Mediterranean μέσο - μεσογειακός
moesian μοισιακός (ο της Μοισίας = αρχαίο όνομα άνω Θράκης)
meso - oligotrophic μεσο - ολιγότροφος
Moeso - Macedonian Μοισιο - μακεδονικός (<Μοισία = αρχαίο όνομα του άνω τμήματος της Θράκης)
Maritsa Μαρίτσα, Έβρος (ποταμός)
mesocline μεσόκλινος (<μέση + κλίνω)
mofette μοφέτη (Λατινικό mephitis θεά = δυσοσμιά = ηφαιστειακές διέξοδοι με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και αζώτου)
monocot μονοκότυλος (<μόνος + κότυλος = κοτυληδόνα = κοιλότητα σχήματος ποτηριού = μονοκοτυλήδονος)
monodominance μονο-κυριαρχία
myrtle (Myrtus communis) μυρτιά
non - coastal μη παράκτιος = ενδοχωρικός
non - Mediterranean μη - μεσογειακός
non- tidal μη παλιρροιακός, απαλιρροιακός
patch μπάλωμα, κηλίδα
Peles hair μαλλιά της Peles (= ηφαιστειακές γυαλοκλωστές
permanent μόνιμος
post - cultural μετα - καλλιεργητικός
rapid μεγάλης κ=λίσης υδατόπτωση
rill μικρό ρυάκι
schibljak μεσογειακή φυλλοβόλος λόχμη
shifting μεταβαλόμενος, μετατοπιζόμενος, μεταβλητός
shingly με χαλίκια
stem μίσχος, κορμός, συγκρατώ, αναχαιτίζω
slash μειώνω δραστικά, περιορίζω
soligenous μονογενής (Λατ., μόνος + γένος)
transition μεταβατικός
unit μονάδα, ενότητα
unpolluted μη ρυπασμένος, αρύπαντος
vegetated με βλάστηση
apple μήλο