Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
calmer ηρεμότερος
continental ηπειρωτικός
continentality ηπειρωτικότητα (ηπειρωτικό κλίμα)
hogweed Ηεραψλεθμ (κοινό όνομα)
liverwort ηπατόχορτο
mainland ηπειρωτικός -
moral ηθικός, ενάρετος
morality ηθική, ηθικότητα
quiescence ηρεμία
semisucculent ημισαρκώδης
semiarid ημίξηρος, ημι - άνυδρος, ημιάνυδρος
semideciduous ημι-φυλλοβόλος
sunflower ηλίανθος
sunny ηλειοφάνεια
twilight ημίφως, λυκόφως
volcanic ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής