Λεξικό
Αγγλικός όρος | Ελληνικός όρος |
---|---|
Barbel zone | ζώνη του Barbus barbus (στα ποτάμια) |
belt | ζώνη |
Bream zone | ζώνη του Abramis brama (στα ποτάμια) |
cordon | ζώνη, κορδόνι, διάζωμα |
gallery | ζώνη, γαλαρία, εξώστης, υπερώο, στοά, ζωνοειδής, γαλαριόμορφος |
herbicide | ζιζανιοκτόνο |
trout or salmonid zone | ζώνη πέστροφας ή Σολομού |
zoogeny | ζωογονία, ζωοτοκία (<ζωογενής) |
yeast | ζυμομύκητας |
zoogene | ζωογενής |
zoogenic | ζωογενικός (< ζωογενής) |
zoogenous | ζωογενικός |