Λεξικό

Αγγλικός όρος Ελληνικός όρος
zinc ψευδάργυρος, τσίγκος
zoogene ζωογενής
zoogenic ζωογενικός (< ζωογενής)
zoogenous ζωογενικός
zoogeny ζωογονία, ζωοτοκία (<ζωογενής)