Dictionary

English term Greek term
ultra-basic rock υπερβασικό πέτρωμα
Umbelliferae Σκιαδιοφόρα
unbroken αδιάπτωτος, συνεχής, μόνιμος σταθερός, πάγιος
urbanisation αστικοποίηση
Ulmus φτελιά
unmixed αμιγής
ultra- basic rock υπερβασικό πέτρωμα
unpalatable αταίριαστος, δυσάρεστος, ανάρμοστος
unpolluted μη ρυπασμένος, αρύπαντος
unvegetated χωρίς βλάστηση
upland υψίπεδο
under storey υπο-όροφος
urban αστικός
undergrowth χαμηλή βλάστηση, υποβλάστηση
undershrub χαμόθαμνος, υπόθαμνος
unimproved αβελτίωτος
unit μονάδα, ενότητα
unmanaged αδιαχείριστος