Dictionary

English term Greek term
scoria lava σκώρια λάβα
shore ακτή, όχθη
sage (Salvia) φασκομηλιά, αλιφασκιά (χειλανθή)
seaside ακροθαλασσιά
sand άμμος, ααμογαία
set aside οριοθετώ, θέτω κατά μέρος, απορρίπτω
scraped αποψιλωμένος
shrub = bush θαμνοδενδρώνας, θάμνος
saline = haline έναλος (<έν = με +άλς = άλας, θάλασσα), άλας, αλατούχος (<αλς - αλός: ο), θάλασσα (<άλς - αλός: η) - (Λατ. Sal = άλας, αλάτι)
sedge (Carex) σπαθόχορτο
sand dune αμμοθίνη, αμμόλοφος
scree λιθοστρωμνή κλιτύος, σάρα, λιθώνας
shrub orchard θαμνοδενδρόκηπος
Salix (willow) Ιτιά
seed σπόρος
sandur αμμοράχη
screen προπέτασμα, φραγμός
shrubbery θαμνότοπος
salt - tolerant αλο-ανεκτικός
seedling φυτάδι (δενδρύλλιο από σπόρο)
Sarcopoterium spinosum (burnet) αστοιβή, στοιβίδα, μούρο
sewer υπόνομος
scrub = brush θαμνοδενδρώνας, θάμνος (μικρός - πυκνός)
shrubby θαμνώδης, θαμνοδενδρώδης
salt (water) αλμυρό (νερό) (όταν είναι στην ενδοχώρα, όχι θαλάσσιο)
seep ανάβλυση (υδάτων), διαρροή
Sardinia Σαρδηνία
scrubby καχεκτικός, γεμάτος θάμνους
shrubland θαμνοδενδρότοπος
salt basin αλολεκάνη
seepage spring πηγή διαπότισης
Satureja thymbra θρούμπι
scrubland θαμνότοπος
Sicily Σικελία
salt marsh αλοέλος
semiarid ημίξηρος, ημι - άνυδρος, ημιάνυδρος
savanna σαβάνα (ένα ν) (<ισπαν. zavana = πειάδα ή υψίπεδο χωρίς δένδρα)
shifting μεταβαλόμενος, μετατοπιζόμενος, μεταβλητός
sea - lavender θαλασσο - διαποτισμένος
salt meadow αλο-λειμώνας, αλολειμώνας
semideciduous ημι-φυλλοβόλος
savory θρουμπί = Satureja montana
shingle κροκάλη, βότσαλο
seablite θαλασσοβλίτο (<Λατ. Sea = θάλασσα + blitum = βλίτο: είδος λάχανου)
silicicolous πυριτιούχος
salt steppe αλοστέπα, έναλη στέπα
semisucculent ημισαρκώδης
schibljak μεσογειακή φυλλοβόλος λόχμη
shingly με χαλίκια
seaboard ακτή
silvatic δασικός
salt work αλυκή
Serbia Σερβία
sclerophyllous σκληρόφυλλος
shoal ύφαλος, ξέρα (των ξερών), πλήθος, σωρός, κοπάδι
seam αρμός, ζώνη, διαχωριστική γραμμή, ένωση
salt wort αλόχορτο
serpentine σερπεντίνης, σερπεντινικός - Mg3Si2O5(OH)4 (πέτρωμα)
sewage οικιακό λύμα, βρομόνερα, ακαθαρσίες υπονόμων
sewage works εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων
soak διαπότιση, διαβροχή
soft sediment κινητό ίζημα
shady σκιερός
slob = clint πλάκα, πλακοστώνω
shallow αβαθής
slope πλαγιά, πρανές, κλίση, κατωφέρεια, επικλινής
siliceous πυριτικός
slow - flowing βραδείας ροής
solfatara (s) θειών (ο), θειωνιά (η), θειώνας (Ιταλικά: sulfa - terra = θείου (S) - γη : ηφαιστειογενής περιοχή με ηφαιστειακές ατμίδες που εκλύουν θερμά - υπέρθερμα αέρια, κυρίως θειούχα)
slurry αραιή τσιμεντόλασπη
source πηγή, εστία, αιτία, αρχή
silvery αργυρός
sparse αραιός, σποραδικός
skeletal σκελετικός
sprout εκβλαστάνω
snow χιόνι
stem μίσχος, κορμός, συγκρατώ, αναχαιτίζω
species - rich helophyte bed πλούσιο σε είδη στρώμα ελόφυτων
slab πλάκα
spruce (Picea abies) ερυθρελάτη
snow - patch χιονο-κηλίδα
steppe στέπα (<ρωσική λέξη = πεδιάδα, κάμπος, δεν σχετίζεται μετα αγρωστώδη Stipa)
sphagna (Sphagnum) σφάγνο (<σφάγνος = σφάκος = αλεσίσφακος = φασκομηλιά)
slack κοιλότητα, βύθισμα, κοίλωμα
spur παρακλάδι οροσειράς
stepped κλιμακωτός, βαθμιδωτός
spike ταξιανθία, ανθοταξία, στάχυς (ή το στάχυ), ακίδα, ακιδωτός
slag heaps σωροί σκουριάς
stability ευστάθεια, σταθερότητα
stone λίθος, πέτρα
spikerush σταχόβουρλο
slash μειώνω δραστικά, περιορίζω
stabilization σταθεροποίηση
soft water spring πηγή ύδατος (μαλακού) με χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα
spiky αγκαθωτός, ακιδωτός, μυτερός
stagnant στάσιμος, λιμνάζων
soggy πολύ υγρός, λασπερός
spiny αγκαθωτός
stand συστάδα
soil έδαφος, χώμα
sport field πεδίο άθλησης, γήπεδο
standing (waters) σταθερός, αμετάβλητος, στάσιμος, ακίνητος
spray ψεκασμός, ψεκάζω, ραντίζω
sludge λασπώδη απόβλητα υπονόμων
starwort αστρόχορτο
soligenous μονογενής (Λατ., μόνος + γένος)
spring πηγή ύδατος, ανάβλυση
spring brook ρυάκι πηγής
smooth ομαλός, απαλός, ήρεμος
steep απόκρημνος, διαποτίζω
strip ταινία, λωρίδα, ζώνη
succesional διαδοχικός
swamp βάλτος, έλος, τέλμα, τέναγος
stripped πτωχευμένος, απογυμνωμένος
succesively διαδοχικά
sward = meadow λιβάδι, λειμώνας (σπαρμένο - τεχνητό λιβάδι), κοφτολίβαδο (επειδή θερίζεται), έδαφος με ποώδη
Struma Στρυμόνας (ποταμός)
succession διαδοχή, εναλλαγή, αδιάκοπη σειρά
sweet gum (Liquidambar orientalis) υγράμβαρη, γλυκόκολλα
stygon στύγο (<στύγιος = ο ανήκων στη στύγα = μια ωκεανίδα που ζει στον κάτω κόσμο, κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας), ποταμός του άδη (κάτω κόσμου)
successive διαδοχικός, αλλεπάλληλος
sweetgrass γλυκαγρωστώδης
subalpine υπο-αλπικός, υπαλπικός
succulent σαρκώδης
stone pine (Pinus pinea) βραχοπίτυς, βραχόπευκο, κουκουναριά
sylvatic δασικός
subclimax υπο-καταληκτικός
suffrutescent υποθαμνοειδής
stony πετρώδης, βραχώδης, σκληρός
synanthrope συνάνθρωπος (<συν + άνθρωπος)
submerge βυθίζω, καταδύω, βυθίζομαι
summital ανώτατος, κορυφαίος, ακραίος, μέγιστος, ύψιστος, ο σε μεγάλο υψόμετρο
stratum στρώμα
synanthropic συνανθρωπικός (ζώο συνδεδεμένο οικολογικά με τον άνθρωπο)
submerged βυθισμένος
sunflower ηλίανθος
straw άχυρα
subnitrophilous υπο - αζωτόφιλος, υπαζωτόφιλος
sunny ηλειοφάνεια
stream χείμαρρος, ποτάμι, ρεύμα, ρεματιά, ρέμα
suboceanic υποωκεάνιος
steam ατμός, αχνός, άχνισμα (έκθεση στην επίδραση ατμών), αχνίζω (βγάζω ατμούς)
supra - Mediterranean υπερ - μεσογειακός
stress coefficient συντελεστής συμπίεσης
substitute υποκατάστατο
susceptible επιδεκτικός