Dictionary

English term Greek term
palm (Phoenix dactylifera) φοινικιά, χουρμαδιά, βαϊά
patch μπάλωμα, κηλίδα
phrygana - phryganum φρύγανα (<φρύγανο = ξηρός θάμνος), ημιθαμνώδης ξηροφυτική βλάστηση / φρύγανο - φρύγανου
peatland τυρφότοπος
Pinus pinea κουκουναριά
pannonic παννόνιος (προερχόμενος από Παννονία)
permafrost συχνά παγωμένο έδαφος
patch distribution κηλιδωτή διανομή
physiognomically φυσιογνωμικώς (-ά)
Paeonian Παιωνιδιακός, Παιωνιακός (της Παιωνίας - Paeonia) Παιωνία = αρχαία περιοχή στην κοιλάδα του Βαρδάρη (Αξιού) - Σήμερα τα εδάφη αυτά ανήκουν στην ΠΓΔΜ, Ελλάδα και Βουλγαρία
peaty τυρφώδης, τυρφικός
pioneer πρόδρομος
Pantelleria Παντελλερία (νησί)
patchiness χωρομωσαϊκότητα
physiognomy φυσιογνωμία
pahoehoe λεία αδιάσπαστη λάβα
pelagic πελαγικός
Piperitsa Πιπερίτσα (όρος)
Papilionaceae Ψυχανθή, Παπιλιονίδες
paucispecific ολιγο-ειδικευμένος, ολιγο-εξειδικευμένος
Picea ερυθρελάτη
paint pot λάκκος αναβρασμού λάσπης (έγχρωμη αναβράζουσα λάσπη)
Pelagonides Πελαγονίδες, πελαγονικά Όρη (Πελαγονία = πολύ αρχαία χώρα της δυτικής Μακεδονίας)
park (ιταλικό) αλσύλλιο, μικρό τεχνητό δάσος, δενδρόφυτος κήπος, πάρκο
pavement λιθόστρωμα, πλακόστρωση, πεζοδρόμιο
piedmont πρόποδας (όρους)
palaearctic παλαιαρκτικός (<παλαιά + αρκτική - περιοχή)
Peles hair μαλλιά της Peles (= ηφαιστειακές γυαλοκλωστές
park lawn χλοοτάπητας αλυλλίου
paving επικάλυψη (με υλικά, πχ πλάκες), πλακόστρωση
pine (Pinus) πεύκη, πεύκο, πεύκος, πίτυς (πίτυος) = το δένδρο πίτυς = πεύκη, κουκουναριά
Paliurus spina - christi παλιούρι (κοινό όνομα είδους φυτού)
Pelion Πήλιο (όρος
parkland παρκότοπος, αλσυλλιότοπος
peach ροδακινιά
Pinovon Πίνοβο (όρος)
palm φοίνικας, φοινικιά, χουρμαδιά
pellucid διαυγής, διάφανος
Parnassus Παρνασσός
pear αχλάδι, αχλαδιά
Pinus halepensis πεύκος (ο)
peninsular χερσονήσιος
parsnip δαυκί, καρώτο, καρότο, καρόττο (κοινό όνομα του φυτού Sium latifolium)
peat τύρφη, ποάνθρακας
Pinus leucodermis ρόμπολο ή ρέμπολα
palustrine υγροστασιακός
perennial πολυετής
pastoral κτηνοτροφικός
peat - moss βρυοτύρφη, τυρφώνας, σφάγνο
Pinus nigra Black pine = Μαύρη πεύκη (αγγλικό κοινό όνομα) - ελληνικά = αγριόπευκο, μηλοέλατο, μοσχοέλατο
Pangeon Παγγαίο (όρος)
peri-alpine περι-αλπικός
pasture βοσκότοπος
peatbog τυρφόβαλτος
Pinus pallasiana αγριόπευκο
Pannonia Παννονία (αρχαία χώρα νότια του Δούναβη, στην Ουγγαρία)
periphyton περίφυτο (φύκη + κυανοβακτήρια)
pollutant ρύπος
ph power of Hydrogen = ισχύς υδρογόνου = ενεργός οξύτητα
post - cultural μετα - καλλιεργητικός
plateau υψίπεδο (υψίπεδου), οροπέδιο (οροπεδίου)
pseudomaqui ψευδο-λόχμη, ψευδο-μακκία βλάστηση
pollute ρυπαίνω, ρυπαίνομαι
potamal = potamia, potamian, potamic, potamius ποτάμιος, ποταμήσιος
permanent μόνιμος
pleurocarpous πλευροκαρπικός (<πλευρά + καρπός)
Pteridophyta Πτεριδόφυτα
polluted ρυπασμένος
potamo- ποταμο-
permeable διαπερατός
plough αλέτρι, οργώνω
Puglia Απουλία
polluter ρυπαντής
Pistacia lentiscus σχίνος
potato πατάτα
permeate διαποτίζω
plum δαμασκηνιά
pumice κίσσηρη
pollution ρύπανση
plagioclimax πλαγιοκαταληκτικός
pre - Alps προ-Άλπεις (όλα τα όρη γύρω από τις κεντρικές Άλπεις)
perturbance διαταραχή
pluri - specific πολύ -ειδικευμένος
pumice - stone κισσηρόπετρα, ελαφρόπετρα
pond λιμνούλα (αβαθής), υδατοσυλλογή, νερόλακκος
plain πεδιάδα, κάμπος
precipitation ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα
pest πληγή, επιβλαβές
poa πόα (<πόα = χλόη, χόρτο, βοτάνη, γρασίδι)
Pyrenees Πυρηναία (όρη)
pondweed λιμναγριόχορτο
plane (Platanus orientalis) πλάτανος
prickly αγκαθωτός, ακανθώδης
petrifaction σκλήρυνση (ύδατος)
Poaceae Ποϊδες (ανήκουν και όλα τα δημητριακά)
pyroclastic πυροκλαστικός (<πυρ + - κλάστης < κλάω = σπάζω, ο σχηματιζόμενος από κατάτμηση ως αποτέλεσμα ηφαιστειογενούς δραστηριότητας)
pool ταμιευτήρας, λιμνούλα, υδατοσυλλογή, λιμνίο (= μικρή λίμνη)
plant φυτεύω, ιδρύω
productivity παραγωγικότητα
petrify σκληρύνω, σκληραίνω, πετρώνω, πολύ σκληρός
pollinate επικονιάζω, γονιμοποιώ
poor fan φτωχό έλος (σε θρεπτικά συστατικά)
plantation φυτεία
prolonged παρατεταμένος
Phillyrea φυλλίκι, φιλλυρέα ή φιλυρές, φιλύρια (<είδος θάμνου)
pollination επικονίαση
poplar (Populus) λεύκη, λεύκα
planted φυτευμένος
protection προστασία
Phlomis fruticosa ασφάκα, φασκί, φλωμό, γαϊδουραφάνα
pollinator επικονιαστής, γονιμοποιητής
porridge pot λάκος αναβρασμού χυλού (σε ηφαίστεια - άχρωμη αναβράζουσα λάσπη)
planter καλλιεργητής
Provence Προβηγκία