caespitose, cespitose |
χλοερός |
calcareous |
ασβεστούχος, ασβεστώδης, ασβεστολιθικός |
calcicline |
ασβεστορρεπής (ο κλίνων προς την άσβεστο) |
calcicole |
ασβεστολιθόφιλος |
calcicolous |
ασβεστολιθόφιλος |
calcifil |
ασβεστολιθόφιλος |
calciphile |
ασβεστόφιλος |
calciphilous |
ασβεστόφιλος |
carr |
ελότοπος (<αρχ. Νορβηγικό Karr = marshland = ελότοπος: ένα υγροτοπικό δασώδες πεδίο, που κατά κανόνα αποτελεί στάδιο διαδοχής μεταξύ του έλους με καλάμια και του καταληκτικού διαμορφωμένου δάσους σε περιοχές με παραθαλάσσιο κλίμα) |
chaotic |
χαώδης |
coniferous |
κωνοφόρος |
calmer |
ηρεμότερος |
Cistus |
λαδανιά (κ.ο.) |
cascade |
μικρός καταρράκτης, μικρή υδατόπτωση |
chaparral (Καλιφόρνια) = maquis = macchia = matorral |
μεσογειακή βλάστηση, μακί, λόχμη, μακκία βλάστηση, θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών |
constraction |
κατασκευή, ανοικοδόμηση |
Campania |
Καμπάνια ή Καμπανία (περιφέρεια της νότιας Ιταλίας) |
citron - citrous (Citrus) |
λεμονοπορτοκαλιά |
Catalonia |
Καταλωνία |
charophyte |
χαρόφυτο (<χαρά + φυτό) |
continental |
ηπειρωτικός |
canal |
κανάλι (αρχαία: κάννα = καλάμι) |
city square |
οικοδομικό τετράγωνο, πλατεία πόλης |
catena |
αλυσιδωτός, σειρά σχετικών πραγμάτων |
chasm |
χαράδρα, κρημνός, χάσμα |
continentality |
ηπειρωτικότητα (ηπειρωτικό κλίμα) |
cane |
καλάμι (του μεσογειακού γένους Arundo και των αλλόχθονων Arundinaria και Saccharum) |
clearing |
εκχερσωμένος, ξέφωτο, εκχέρσωμα, περιοχή χωρίς βλάστηση, απαλλαγή |
Caucasus |
Καύκασος |
chasmophyte |
χασμόφυτο (<χάσμα + φυτό) |
contingent valuation |
εξαρτημένη αξιολόγηση |
canopy |
κομοστέγη, δασοκάλυψη, φυτοστοιβάδα, συγκόμωση |
cliff |
κρημνός, γκρεμός |
Central Massif |
Κεντρικός ορεινός όγκος |
chaste tree (Vitex agnus-castus) |
λυγαριά, καναπίτσα |
continuous |
συνεχής, αλλεπάλληλος |
cape |
ακρωτήριο |
climber |
αναρριχητικός |
cereals |
δημητριακά |
Chelmos |
Χελμός |
coppice |
λόχμη, δασύλλιο |
carbonate |
ανθρακικός |
clint = slob |
πλάκα, πλακοστρώνω |
cespitose |
χλοερός |
cherry |
κερασιά |
Cordillera |
κορδιλιέρα, αλυσιδάρα (<υποκορ. ισπαν. Cordilla = αλυσίδα), ο κύριος ορεινός σχηματισμός παράλληλων οροσειρών μιας ηπείρου ή νησιού |
carob (Ceratonia siliqua) |
χαρουπιά |
clip |
κούρεμα, κουρεύω, κλάδεμα, κλαδεύω (φράχτη) |
cessation |
κατάπαυση |
commodity |
αγαθό (υλικό), υλικός |
calcium |
ασβέστιο |
chestnut (Castanea sativa) |
κάστανο, καστανιά |
cordon |
ζώνη, κορδόνι, διάζωμα |
carpet |
στρωμνή |
chamaephyte |
χαμαίφυτο (<χαμαί = κάτω + φυτό), οι οφθαλμοί του βλαστού είναι κοντά στο έδαφος |
cone (volcanoe) |
κώνος (ηφαιστείου) |
calcschist |
ασβεστο-σχιστόλιθος |
chionophilous |
χιονόφιλος (<χιών + φίλος) |
Carpinus betulus |
σκος, τσουκνίδα |
chandelier |
πολύφωτο, πολυέλαιος (κοινό όνομα χαρόφυτου) |
conifer |
κωνοφόρο |
calm |
ήρεμος, γαλήνιος |
cimax |
καταληκτικός |
club-rush |
ροπαλόβουρλο |
crystalline |
κρυσταλλικός, κρυστάλλινος |
cracking |
θραύση, ράγισμα |
coastal |
παράκτιος, παραλιακός |
cultivar |
ποικιλία καλλιεργήματος |
crenal stream |
σκαπτικός χείμαρρος, διαβρωτικός χείμαρρος |
coastland |
παραλιότοπος |
cultivation |
καλλιέργεια |
crenon zone |
διαβρωμένη, έγγλυφη (σκαμμένη σε βάθος εξαιτίας ροής) ζώνη: αντίθετο = ανάγλυφη = προεξέχει (γλυφίς - γλυφίδος) |
codominate |
συγκυριαρχώ |
Cupressus sempervirens |
κυπαρίσσι |
crest |
κορυφή |
codomination |
συγκυριαρχία |
cushion |
στρώμα, μαξιλάρι |
crevice |
σχισμή (π.χ. βράχου) |
collinar |
λοφικός (των λόφων) |
cushion - heath |
στρωματο - ερεικώνας |
crop |
σπαρτό, συγκομιδή, σοδιά, απόθεμα, σπαρτότοπος, καλλιέργεια |
colluvion |
κατάκλυση, πλημμύρισμα |
cut down |
υλοτομώ, υλοτόμηση |
cropland |
σπαρτότοποι |
colonization |
αποίκιση |
Cyperus |
κύπειρος, κύπερος (υδροχαρές αρωματικό φυτό) |
crown cover |
κομοστέγη (<κόμη + κάλυμμα - στέγη) |
cypress (Cupressus) |
κυπαρίσσι |
close |
πυκνός, κλειστός, κλείσιμο |
Crucifera |
Σταυροφόρα |
Cyrenaica |
Κυρηναϊκή (περιοχή) |
cover |
επίστρωση, κάλυμμα |
closed sward |
περιορισμένος λειμώνας, κλειστός λειμώνας |
cryotic soil |
κρυοτικό έδαφος |
crack |
ρωγμή |