thermal spring |
θερμική πηγή |
tadpole |
γυρίνος (μορμολύκη βατράχου) |
temporary running waters |
υδατορεύματα προσωρινής ροής |
thermic |
θερμικός, θερμός |
taiga |
τάιγκα, βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος (<Μογγολικά: βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος) |
tall |
υψηλός - λεπτός |
terra |
έρα, γή, έδαφος, χώρα, τόπος (Λατιν: torreo = έρα, θέρω) |
talus |
αποσαθρωμένος βράχος |
thermophile |
θερμόφιλος (<θέρμη + φίλος) |
Tamarix |
αλμυρίκι, αρμυρίκι |
thermophilous |
θερμόφιλος, θερμοφιλικός |
tank |
δεξαμενή |
thermophily |
θερμοφιλία |
tapegrass |
ταινιογρασίδι |
terrestrialized |
χερσοποιημένος |
taxon |
ταξινόμημα |
Teucrium |
τεύκριο (χειλανθή: γένος φυτών) |
temperate |
εγκρατής, λιτός, εύκρατος, ήπιος. |
thermal |
θερμαντικός, θερμικός |
thermo-Mediterranean |
θερμο-μεσογειακός |
thermoperiod |
θερμοπερίοδος |
terrain |
γή, έδαφος (ιδιαίτερα από άποψη μορφολογίας) |
terrestrial |
χερσαίος |
terrestrialization |
χερσαιοποίηση, χερσοποίηση |
tasselweed |
θυσαναγριόχορτο |
tertiary |
Τριτογενής (γεωλογική Περίοδος) |
thorny |
ακανθώδης, αγκαθωτός |
tiller |
γεωργός, καλλιεργητής |
thracian |
θρακικός, της Θράκης |
tepit |
χλιαρός |
timberland |
δασότοπος |
threat |
απειλή |
tip |
χωματερή, σκουπιδότοπος |
thrusting |
ώθηση, πίεση |
Thymelaea (Thymelaeaceae) |
φινακωλιά, βροχίστρα |
topogenous |
τοπογενής (<τόπος + γένος - γεννώ) |
tier |
βαθμίδα |
therophyte |
θερόφυτο (<θέρος + φυτό, το χειμώνα διατηρείται ως σπόρος) |
Tilia (Tiliaceae) |
φλαμούρι, φλαμουριά |
thicket |
πυκνή συστάδα, θαμνώνας, σύδενδρο, λόχμη (= maquis = macchia = μακκία βλάστηση = λόχμη => λόχμη = πυκνός θάμνος κατάλληλος ως κρύπτη) |
till |
καλλιεργώ |
thinly |
λεπτός, πτωχός, αραιός, ολιγάριθμος |
tillage |
καλλιέργεια |
thistle |
γαϊδουράγκαθο |
temporary |
πρόσκαιρος, προσωρινός |
tilled |
καλλιεργούμενος, καλλιεργημένος |
transporting |
εισαγωγή, μεταφορά |
tufted |
θυσανωτός |
Tyrrhenian Sea |
Τυρρηνική Θάλασσα |
tree - limit |
δενδρο - όριο, δασο - όριο |
Tundja |
Τόνζος (ποταμός Βουλγαρίας - παραπόταμος Έβρου) |
tree line |
δενδροστοιχία |
tundra |
τούνδρα, = άδενδρο υψίπεδο (Ρωσικά = ορεινός, οροπέδιο, υψίπεδο => περιοχή χωρίς δένδρα κάτω από την αρκτική, ανταρκτική και αλπική ζώνη) |
triassic |
τριαδική (γεωλογική περίοδος) |
threaten |
απειλώ |
tunnel |
σήραγγα |
tolerant |
ανεκτικός |
troglobiont |
τρωγλόβιος ή σπηλαιόβιος |
turbid |
θολός |
tolerate |
ανέχομαι |
troglophile |
τρωγλόφιλος ή σπηλαιόφιλος |
turbidity |
θολότητα |
trogloxene |
τρωγλόξενος (<τρώγλη + ξένος = ζώο που ζει σε σπηλιές για μικρά χρονικά διαστήματα) |
turbulent |
ταραχώδης, στροβιλιστικός, στροβιλώδης |
torrent |
χείμαρρος, μικρός χείμαρρος, ταχύροος ορεινός χείμαρρος |
trout or salmonid zone |
ζώνη πέστροφας ή Σολομού |
trachyte |
τραχείτης (ηφαιστειογενές πέτρωμα) |
tube |
σήραγγα |
trampled |
ποδοπατημένος |
tufa |
πώρος, πουρί, πωρόλιθος, πορώδης (<πόρος), τόφος (= εύθρυπτος πορώδης λίθος) |
transition |
μεταβατικός |
tuft |
τούφα, λοφίο, θύσανος |
turf |
χλοοτάπητας, ποοτάπητας |
turf sport field |
χλοοτάπητας αθλοπαιδιάς |
tussock |
πατουλιά ή βατουλιά (φυσικός φράκτης) |
twilight |
ημίφως, λυκόφως |