Dictionary

English term Greek term
Najas, Naias Ναϊάς (γένος φυτών) (Ναϊάς = νύμφη ποταμού ή πηγής)
narrow - leaved στενόφυλλος
naturalize εγκλιματίζω, εγκλιματίζομαι
neck αυχένας, λαιμός, σβέρκος
non- tidal μη παλιρροιακός, απαλιρροιακός
nuphar νούφαρο
nursery φυτώριο
native ιθαγενής, ντόπιος, αυτόχθονος
nut καρύδι, ξηρός καρπός, κεφαλή
nitrogenous αζωτούχος
nitrophilous αζωτόφιλος
neglected παραμελημένος
non - coastal μη παράκτιος = ενδοχωρικός
nemoral νεμικός, δασικός, βοσκοτοπικός (Λατ. Nemus < νέμος = άλσος, δάσος, βοσκότοπος με νομή <νέμω, βόσκω)
non - Mediterranean μη - μεσογειακός
Nerium πικροδάφνη
non saline αναλος (<μη + αλς - αλός = άλας)
non- inundated απλημμύριστος
neutrocline ουδετερορρεπής, ουδετεροκλινής
non- pellucid αδιαφανής
nitrification αζωτοποίηση (βακτηριακή διάσπαση αμμωνιακών αλάτων)
nitrified αζωτοποιημένος
nitrogen άζωτο
neutral ουδέτερος
neutrophilous ουδετερόφιλος