landfill site |
θέση υγειονομικής ταφής |
landscape |
τοπίο, τοπιογραφία, τόπος, χωροταξική άποψη, διαμόρφωση εξωτερικού χώρου |
lapille (-lli) |
λιθάρι (Λατιν < lapillus = λιθάριο, λιθάρι) |
lapis (lapis lazuli) |
κυανός λίθος (ορυκτό) |
larch (Larix decidua) |
αγριοπεύκη |
Larix decidua |
αγριοπεύκη |
land |
γη, ξηρά, στεριά, έδαφος, χώρα, τόπος, χέρσος, χερσαίος |
laurel |
δάφνη |
Longos forests |
δάση Longos (δάση κοιλάδας ποταμού Kamtschija στην ανατολική Βουλγαρία) |
Labiatae |
Χειλανθή (ή πιο σωστό, Χειλωτά) |
Leguminosae |
Χεδρωπά |
land - fill |
επιχωμάτωση |
lime - deficient |
ανεπάρκεια (έλλειψη) ασβέστου (CaO) |
lauriphyllous |
δαφνόφυλλος |
lopis |
κύανος (ο πολύτιμος λίθος λαζουρίτης και λαζούρι) |
lacuna |
λάκκος, τέλμα, φυσική κοιλότητα, φυσικό κοίλωμα |
leguminous |
οσπριοειδής, χεδρωπός |
lime - rich |
πλούσια (με επάρκεια) σε άσβεστο (CaO) |
Laurus nobilis |
δάφνη η κοινή = δάφνη, βαϊά, μοσχοϊτιά, φιρικιά |
lacunar |
βαθουλωτός, έγγλυφος, βαθουλός |
lentic |
λιμναίος, στάσιμος |
limestone |
ασβεστολιθικός, ασβεστόλιθος |
lava |
???????????? |
lowland |
πεδινός, πεδιάδα |
lacustrine |
λιμναίος, λιμνόβιος, παραλίμνιος |
Levantine Sea |
Θάλασσα του Λεβάντε - της Ανατολής - Ανατολική Μεσόγειος |
landscaping |
χωματουργικός, αρχιτεκτονική τοπίου, διαμόρφωση τοπίου |
limnocrene |
πηγή υδατολεκάνης, λιμνοπηγή, λιμνοκρήνη |
Lavandula stoechas |
λεβάντα |
luxuriant |
άφθονος, πλούσιος, καταστόλιστος, περίτεχνος |
lagg |
ύστερη ζώνη τυρφώνα, ζώνη υστέρησης τυρφώνα, υστερογενής ζώνη τυρφώνα |
level |
επίπεδο, υψόμετρο |
lining |
επένδυση, πλαισιώνω, πλαισίωση |
lawn |
χορτοτάπητας, χλοοτάπητας, καταβολάδα, στρώση |
lagoon |
λιμνοθάλασσα, λάγηνος (η) |
liana |
αναρριχητικό φυτό (<Γαλλικό liane <-Λατινικό ligare = σφίγγω, αναρριχώμαι, δένω γύρω από..) |
littoral zone |
παραλιακή ζώνη |
layer |
στρώμα, χλοοτάπητας |
lake |
λίμνη |
lichen |
λειχήνα |
liverwort |
ηπατόχορτο |
lead |
μόλυβδος |
lake-bottom |
Λιμναίος-βενθικός, λιμνοπυθμένας |
ligneous |
ξυλώδης (<Λατιν. Ligneus) |
livestock |
κτηνοτροφία |
leave to rest |
αγρανάπαυση |
lakeside |
ακρολιμνιά |
lilac (Syringa) |
πασχαλιά |
larva |
μορμολύκη (<Μορμώ, μορμολύκειο) |
locust (Robinia) |
χαρουπιά |
ledge |
προεξοχή βράχου |
laminar (flow) |
ομαλή, στρωτή, υδροδυναμική, γραμμική (ροή) |
lily |
κρίνος (ο) |
latitude |
γεωγραφικό πλάτος |
logging |
υλοτομία |
legume |
όσπριο |
lime |
άσβεστος = ανθρακικό ασβέστιο CaCO3 |
lotic |
ποτάμιος, ρέοντα ύδατα |