Dictionary

English term Greek term
aven Dryas octopetala
deterioration υποβάθμιση
ditch χαντάκι, αυλάκι, αυλακιά (η), αύλακας (ο)
deficient ελλιπής, ανεπαρκής
detritus θρύμμα, τρίμμα
deforestation αποδάσωση, αποψίλωση, εκχέρσωση
Dinarides Διναρικές Άλπεις
dacite δακίτης (πέτρωμα)
deforested αποδασωμένος, αποψιλωμένος, εκχερσωμένος
discharge απόβλητο
damp υγρός, υγρασία, υγραίνω
degraded υποβιβασμένος, υποβαθμισμένος
disjunct διάζευξη, διαχωρισμός
date-palm (Phoenix dactylifera) χουρμαδιά
dehesa δασολίβαδο, λιβαδοδασοβοσκότοπος (Ισπαν: dehesa = βοσκή: Μεσογειακό οικοσύστημα που αποτελείται από βοσκότοπους που χαρακτηρίζονται από ποώδη είδη για βόσκηση και είδη δένδρων, όπως Quercus ilex και άλλα είδη όπως οξιές και πεύκα)
deadly nightshade Atropa bella-donna
demolition κατεδάφιση
dealpine από-αλπικός, απαλπικός (φυτά της αλπικής ζώνης που μπορεί να βρίσκονται και σε πεδιάδες)
deposit εναπόθεση, απόθεση, κοίτασμα
decalcified απασβεστιωμένος
depression κοίλωμα, κοιλότητα
deciduous φυλλοβόλος
derelict έρημος, εγκαταλειμμένος
decline παρακμή, μείωση, πτώση, εξασθένηση, σε παρακμή, παρακμάζω
desiccation αφυδάτωση, ξήρανση
deficiency έλλειψη
duckweed παπιόχορτο
draining αποστράγγιση
dump σκουπιδότοπος
Dobrogea Ντομπρουντζά (ιστορική περιοχή μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας)
drayness ξηρότητα
dunal θινικός (ο της θίνης)
Dolomite Δολομίτης (<από το γεωλόγο Deodat Dolomien: CaMg(CO3)2
drift φερτός
dune θίνη, αμμοθίνη, σωρός άμμου
domaine επικράτεια
dripping στακτός (που στάζει)
dung heap σωρός κοπριάς
dome θόλος
drought ξηρασία, αναβροχιά
dissolved διαλυμένος
durmast oak Quercus petraea
domestic οικιακός
drumlin μετωπικός λιθώνας παγετώνα
disturb διαταράσσω, ενοχλώ
dwarf νανόσωμος
domesticated κατοικίδιος, εξημερωμένος
dry στεγνός, ξηρός, ξερός, στεγνώνω, σκουπίζω, ξεραίνω
disturbance διαταραχή, διατάραξη, αναταραχή
dyke (dike) κοίτασμα, φλέβα (λίγο ή περισσότερο επίπεδες επιφάνειες εκτεθειμένων κοιτασμάτων εξαιτίας παγετωνικής δράσης)
dominance κυριαρχία, επικράτηση
dry out στερεύω, στεγνώνω (για ποτάμι, πηγή)
disturbed διαταραγμένος
dystrophic δύστροφος (δυσ = δύσκολος + τροφή), δυστροφικός
dormant σβυσμένος
Dryas Δρυάς, Δρυάδα (<δρύς = βελανιδιά / νύμφες αρχαίας ελληνικής μυθολογίας)
disuse αχρηστία
dystrophy δυστροφία
downy χνουδάτος, χνουδωτός, με χνούδι
duck πάπια
disused αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιούμενος
drainage αποστράγγιση, αποχέτευση
fox glove Digitalis