Dictionary

English term Greek term
Macaronesian - geographic area Μακαρονησιακός, Μακαρονήσια γεωγραφική περιοχή(η πιο δυτικο-ευρωπαϊκή περιοχή: Μακάρων νήσοι = οι νήσοι των νεκρών που βρίσκονταν κατά τους αρχαίους στον Ωκεανό, στην πιο δυτική περιοχή - περιλαμβάνει κυρίως τα νησιά Cape Verde, Canary, Madeira, Azor
macrolichen μακρολειχήνα
macrophytic μακροφυτικός
mainland ηπειρωτικός -
maintenance συντήρηση, διατήρηση
maize αραβόσιτος, καλαμπόκι
malnutrition υποσιτισμός
maltese μαλτέζος, μαλτέζικος
management διαχείριση
manure κοπριά
mat στρωμνή (παχύ στρώμα φυτικών υλικών), στρώμα, στρώση
Moeso - Macedonian Μοισιο - μακεδονικός (<Μοισία = αρχαίο όνομα του άνω τμήματος της Θράκης)
mesic ενδιάμεσος (<μέσος, ο μεταξύ δύο πραγμάτων: ενδιάμεσο περιβάλλον ως προς την υγρασία)
marestail φοραδουρά (το φυτό Hippuris vulgaris)
metarh(e)ithral μεταρειθρικός (<μετά + ρείθρο), μεταροϊκός
mat - grass στρωμνή αγρωστωδών
mofette μοφέτη (Λατινικό mephitis θεά = δυσοσμιά = ηφαιστειακές διέξοδοι με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και αζώτου)
meso - hygrophile μεσο - υγρόφιλος
mosaic μωσαϊκός, κηλιδωτός
margin παρυφή, περιθώριο, άκρο
mid - elevation μεσο - ύψωμα, μεσο - ανύψωση
matorral (Ισπανία) = maquis = macchia = chaparral μακί, μακκία βλάστηση, μεσογειακή βλάστηση, λόχμη, θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών
moist ελαφρώς υγρός
meso - Mediterranean μέσο - μεσογειακός
marine θαλάσσιος
mine ορυχείο
matrix δομικό υπόστρωμα
moisture υγρασία
meso - oligotrophic μεσο - ολιγότροφος
mound σωρός χώματος
maritime παραθαλάσσιος
mineral ορυκτός
meadow = sward λειμώνας (σπαρμένο - τεχνητό λιβάδι), κοφτολίβαδο (επειδή θερίζεται)
mesocline μεσόκλινος (<μέση + κλίνω)
mountain βουνό, όρος, ορεινός
Maritsa Μαρίτσα, Έβρος (ποταμός)
mire βαλτότοπος
medieval μεσαιωνικός
monoculture μονοκαλλιέργεια
mesogean μεσόγειος, μεσογειακός (<Ελλην: Μεσόγειος = Μεσόγειος θάλασσα την εποχή της Τιθύος)
mountainous ορεινός, βουνίσιος
market αγορά, εμπορικός
miscellaneous ανάμεικτος, ετερογενής
medio - European μεσο - ευρωπαϊκός
mesophile μεσόφιλος (<μέσος + φίλος = 20 - 45οC)
market garden λαχανοπερίβολο
mixed ανάμεικτος, αναμειγμένος
Mediterranean Μεσόγειος (Λατιν: < Mediterraneus = medius + terra = μεσόγειος, μεσόγαια)
mesotrophic μεσότροφος
marl μάργα
mixture μείγμα
megaphorb ή megaforb μεγαπλατύφυλλη πόα
Montenegro Μαυροβούνι
Mesta Νέστος (ποταμός)
marsh τέναγος, βάλτος, τέλμα, έλος
mobile sediment κινητό ίζημα
Menikion Μενοίκιο (όρος)
moraine μοραίνα, κορήματα (παρασυρόμενοι ογκόλιθοι) από παγετώνα (<Γαλλικό morena = λόφος κορημάτων)
metamorphic μεταμορφικός
Muries forest δάσος Μουριές (δάσος μεταξύ οικισμών Δοϊράνης και Μουριών)
marshy wood βαλτοδάσος
moesian μοισιακός (ο της Μοισίας = αρχαίο όνομα άνω Θράκης)
mesa οροπέδιο
moral ηθικός, ενάρετος
maples (Acer) σφεντάμι
metapotamal μεταποτάμιος
morality ηθική, ηθικότητα
moss βρύο, μούσκλο
monocot μονοκότυλος (<μόνος + κότυλος = κοτυληδόνα = κοιλότητα σχήματος ποτηριού = μονοκοτυλήδονος)
monodominance μονο-κυριαρχία
mowing κούρεμα, θερισμός, αποκοπή
montane ορεινός
mud λάσπη
muddy λασπώδης
myrtle (Myrtus communis) μυρτιά