Iberia |
Ιβηρία, Ιβηρικός (<Ισπανία + Πορτογαλία) |
ice |
πάγος |
Illyrio - Moesian |
Ιλλυριο - μοισιακός (<Ιλλυρία = αρχαία χώρα περίπου στη θέση της Αλβανίας) |
immersed |
βυθισμένος |
immigrant |
ενδομετανάστης |
inaccessible |
απρόσιτος |
inactive |
αδρανής, ανενεργός |
introduced |
εισκομισμένος, μεταφερμένος, εισαγμένος (<εισκομίζω) |
indigenousness |
ιθαγένεια |
inundate |
κατακλύζω, πλημμυρίζω |
infra-aquatic |
υπο-υδατικός, υποϋδατικός |
iris |
αγριόκρινο (το φυτό Iris pseudacorus) |
inland |
ενδοχωρικός, ενδοχώρα |
irradiate |
ακτινοβολώ, εξαπλώνομαι |
inlet |
στενόμακρος κολπίσκος της θάλασσας, ορμίσκος, λιμανάκι, στενωπός (η) |
island |
νησί, νησιωτικός, απομονωμένος |
immersion |
βύθιση |
insular |
νησιωτικός, περιορισμένος |
interior |
εσωτερικός, μεσόγειος (όχι παραλιακός) |
impermeable |
αδιαπέραστος, στεγανός, αδιάβροχος |
intermittent |
περιοδικός |
improve |
νέμομαι, βελτιώνω, επικαρπούμαι |
intermontane |
διαορεινός |
interstitial |
μεσοδιαστηματικός |
intolerant |
δεν ανέχομαι, μη ανεκτικός |
indigenous |
ιθαγενής, γηγενής |