Dictionary

English term Greek term
Hellenides Ελληνίδες (κύριες οροσειρές της Ελλάδας)
ha εκτάριο
hay meadow χορτο-λειμώνας
habitat ενδιαίτημα (περιοχή ομοιόμορφων περιβαλλοντικών συνθηκών που παρέχει ζωτικό χώρο σε ένα συγκεκριμένο είδος ή πληθυσμό)
hazel φουντουκιά
habitually συνήθως, από συνήθεια
heap σωρός
haline = saline έναλος (<εν = με + αλς = άλας, θάλασσα), άλας, αλατούχος (<αλς - αλός: ο), θάλασσα (<αλς - αλός: η)
heath ερείκη (ρείκι), ερεικώνας
halophile αλόφιλος (<άλς = άλας, θάλασσα + φίλος)
holly αρκουδοπούρναρο = Ilex aquifolium
heathland ερεικότοπος (ερείκη + τόπος)
halophyte αλόφυτο (<άλς = άλας, θάλασσα + φυτό)
heaving βαρύτητα
hard water spring πηγή ύδατος (σκληρού), με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα
homogeneous ομοιογενής
hedge πατουλιά, βατουλιά (φράχτης από θάμνους ή δενδρύλια), προστατεύω με φράχτη
hardwood σκληρόξυλος
hornbeam αγγλικό κοινό όνομα του Carpinus betulus = κερατοδοκάρι
hedged κουρεμένος ή βοσκημένος θάμνος
harvest συγκομιδή, σοδειά
horned pondweed κερασφόρο λιμναγριόχορτο
hedgehog εχινόχοιρος, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος
harvesting θεριστικός, σόδιασμα, τρύγηση
hedgerow φραχτοσειρά, φρακτοσειρά, βατουλιοσειρά, πατουλιοσειρά
hay σανός, χόρτο
hillside λοφοπλαγιά
horticulture κηπευτική, κήπος
Helleno-Balkanic Ελληνο-βαλκανικός
Himalaya Ιμαλάϊα (όρη)
hot θερμός, ζεστός, καυτός
helocrene ελοκρήνη, ελοπηγή (<έλος + κρήνη ή πηγή)
hinterland ενδοχώρα
household wastes οικιακά απόβλητα
helophyte ελόφυτο (<έλος = βάλτος + φυτό)
hogweed Ηεραψλεθμ (κοινό όνομα)
humid υγρός (πολύ)
hem όριο, πλαίσιο, περιθώριο
herb πόα
holm oak δρυς, αριά = Quercus ilex
herbaceous ποώδης
herbicide ζιζανιοκτόνο
Hercynian Ερκύνιος (το όνομα της περιοχής δυτικά του ποταμού Ρίνου)
heron ερωδιός
hornwort κερατόχορτο
heterotrophic ετερότροφος
horsetail αλογουρά
hygro - nitrophilous υγρο-αζωτόφιλος
hygromesophile υγρομεσόφιλος (υγρός + μέσος + φίλος)
hygrophilous υγρόφιλος (υγρός + φίλος)
hypersaline υπέραλος (υπερ + αλς = άλας, θαλάσσιο ύδωρ = θάλασσα)
hypopotamal υποποτάμιος (<υπό + ποτάμιος)
humidity υγρασία
hyporh(e)ithral υπορειθρικός (<υπό + ρείθρο)
hummock υψωματάκι, λοφίσκος, όχθος (<από την ασαφούς προέλευση γερμανική λέξη hummel)
humus μαυρόχωμα (χώμα με φυτικά υλικά σε αποσύνθεση) (Λατ. Humus = χθών (χαμαί), γη, χώρα, χαμόθεν)
hybrid υβρίδιο
hydrological υδρολογικός
hydrophilus υδρόφιλος (ύδωρ + φίλος)