refuge |
καταφύγιο |
rabbit |
κουνέλι |
residual |
υπόλειμμα |
recede |
υποχωρώ, αποτραβιέμαι |
regime |
καθεστώς, δίαιτα, αγωγή, κατάσταση |
raft |
σχεδία, πλωτήρας |
restoration |
αποκατάσταση, επανόρθωση |
reclaim |
ξεχερσώνω, αξιοποιώ, αποξηραίνω, εκχερσώνω |
regrowth |
επαναύξηση, ξαναμεγαλώνω, επανεμφανίζομαι, ξαναεμφανίζομαι |
raft vegetation |
πλωτή βλάστηση |
resurgence |
αναγέννηση, ανάβλυση, ανάβρυση |
reclamation |
εγγειοβελτίωση, αναμόρφωση, επανόρθωση, αποκατάσταση |
related |
σχετιζόμενος |
rail |
νεροκοτσέλα (πτηνό) |
resurgent |
αναδυόμενος, νέος, αναβλύζων, αναβρύζων |
recolonisation |
επαναποικισμός |
relict |
λείψανο, υπόλειμμα |
rainfall |
βροχόπτωση |
rh(e)ithral |
ρειθρικός, ροϊκός |
recreation |
αναψυχή, ψυχαγωγία, αναδημιουργία |
rill |
μικρό ρυάκι |
remain |
παραμένω, διατηρούμαι |
rock pool |
βραχο - υδατοσυλλογή, πετρωματο - υδατοσυλλογή |
raised |
ανυψωμένος |
rh(e)ithro |
ρείθρο, ρεύμα ύδατος, αύλακας, ρυάκι (ρείθρο = ρυάκι = ρεύμα ύδατος) |
reed |
καλάμι (των γενών Phragmites…..) |
remnant |
υπόλειμμα |
range |
σειρά, γραμμή, πεδίο, διακύμανση, ποικιλία, περιοχή, έκταση, ζώνη |
rheocrene |
ρεοπηγή, ρεοκρήνη (<ρέος = ότι ρέει + πηγή ή κρήνη = βρύση) |
reedbed |
καλαμών, καλαμώνας, καλαμιώνας |
rendziniform |
χουμόμορφο, μαυροχωμόμορφο |
rooted |
ριζωμένος |
rapid |
μεγάλης κ=λίσης υδατόπτωση |
reedmace |
καλαμορόπαλο, καλαμοπελατίκι |
replanted |
επαναφυτεύομαι, επανιδρύω |
ravine |
ρεματιά, χαράδρα, φαράγγι |
reef |
αναβαθμίδα |
reseeded |
ξανασπαρμένος, επανασπαρμένος |
raw |
ακατέργαστος |
reforestation |
αναδάσωση |
reservoir |
ταμιευτήρας |
reach |
ρούς (του ρου), διαδρομή, πορεία, εκτείνομαι |
rivulet |
τραχύ - ρυάκι, ρυάκι, ποταμάκι |
rice |
ρύζι, όρυζα |
robust |
εύρωστος, ρωμαλέος |
rice fields |
ορυζώνες |
roche moutonee (sheepback) |
προβατοράχη (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, <100 m μήκος) |
richness |
αφθονία ειδών |
rock |
πέτρωμα, βράχος |
ridge |
κορυφογραμμή, ράχη (βουνών, βουνού) |
rock debris |
λιθοσυντρίμματα |
rim |
χείλος, άκρο |
rocky |
βραχώδης, πετρώδης |
riparian |
παρόχθιος |
rhizomatous |
ριζωματικός |
river |
ποταμός, ποτάμι |
ropy lava |
σχοινοειδής λάβα |
Rhodopi |
Ροδόπη (όρος) |
rosette |
ρόδακας |
Rhodopides |
Ροδοπίδες, όρη Ροδόπης |
riverside |
ακροποταμιά |
rhyolite |
ρυόλιθος |
ruderal (species) |
διαταραγμένης περιοχή (είδος) |
ruderal community |
σαπρο - κοινότητα |
running (waters) |
ρέοντα (ύδατα) |
rural |
εξοχικός, αγροτικός |
rush |
βούρλο |
rye (Secale cereale) |
σίκαλη |
riverine |
παραποτάμιος, ποταμίσιος, ποτάμιος |
Rosmarinus officinalis |
δενδρολίβανο |