Dictionary

English term Greek term
ash Fraxinus, φράξος
fern φτέρη, πτέρη (η)
fast ταχύς, έντονος, σταθερός
fertile εύφορος, γόνιμος
Fabaceae Φαβίδες (<φάβα)
fauna πανίδα (Λατ: Faunus = Φαύνος = Παν - Πανός: Ποιμενικός θεός της Ελλάδας)
fertilised λιπασμένος
facie φάση, όψη
feathergrass πτεραγρωστώδης
fertilization γονιμοποίηση, λίπανση
factory εργοστάσιο
feature χαρακτηριστικό, σχηματισμός
fertilize γονιμοποιώ, λιπαίνω
Fagus οξυά, οξιά
fell υλοτομώ, κόβω δένδρα
fertilizer λίπασμα
fairly αρκετά, σαφώς
felsenmeer (sea of rock) πετροθάλασσα
field αγρός, πεδίο, περιοχή
Falakron Φαλακρό (όρος)
fen έλος, βάλτος, έλειος (του έλους, τελματιαίος, βαλτίσιος
field crop χωραφό-σπαρτο, αγροτικός σπαρτότοπος
fallow χέρσος
fence φράχτης
films of water flowing over rocky watercourse margins λεπτές στρώσεις (υμένια) ύδατος που διαρρέουν πάνω σε βραχώδεις παρυφές υδατοδιαδρομών
fallow land χερσότοπος
fennel νάρθηκας (είδη των φυτών του γένους Ferula)
fir (Abies) έλατο, ελάτη
Fennoscandia Φιννοσκάνδια, Φιννοσκανδιναβία (
fire φωτιά, πυρκαγιά
fluviatilis, -e ποτάμιος (<Λατ. Fluvius = ποταμός)
fissure σχισμή, ρωγμή
foul ρυπαρός
flora χλωρίδα (Λατ: Φlora = Chlora = Xλωρίς: θεά ανθέων)
fruit orchard δενδρόκηπος, οπωρώνας
flyggberg (flowing rock) λιθοροή (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, > 1000 m μήκος)
fixed αμετάβλητος, σταθερός (θίνες)
fouling οργανισμικό επικάθισμα, μαλούπα
flow ρέω, κυλώ πέφτω, χύνομαι, ροή
fruticose θαμνοειδής, θαμνώδης
flysh φλύσχης (πέτρωμα: αργίλων, μαργών, ψαμμιτών)
fjell (fjall = mountain, νορβηγικό) = αναφέρεται σε συγκεκριμένα ορεινά τοπία στη Σκανδιναβία και Αγγλία
fox glove Digitalis
flower άνθος, ανθίζω, λουλούδι
fumarole ατμίδα
fodder σανός (διάφορων ειδών)
flank πλαγιά (όρους)
fox sedge αλεπουδο-σπαθόχορτο
flower spike ταξιανθία, ανθοταξία
fungus (-ngi) μύκητα (-τες)
foliose πηκτωματώδης
flat επίπεδος, οριζόντιος, ομαλός
Fraxinus φράξος, μελιός, μέλιο
flowering με άνθη, ανθοφόρων
foothills λόφοι στους πρόποδες (βουνού)
floating πλωτός, επιπλέων, αιωρούμενος, πλευστός
freeze παγώνω, πήζω, καταψύχω, παγωνιά, ψύξη
flowering rush ανθοφόρα βούρλα
forb πλατύφυλλη πόα
floating - leaved με επιπλέοντα φύλλα
fresh άναλος (<αν + αλς = θάλασσα, άλας), πρόσφατος,νερό (<νεαρό ύδωρ)
fluctuate ταλαντεύομαι, κυμαίνομαι
forest δάσος
flood plain πλημμυριζόμενο πεδίο (πεδιάδα)
fringe παρυφή, παρόχθιος, περιθωριακός, κράσπεδο, χείλωμα
fluctuation ταλάντευση, διακύμανση
forestry δασοκομία
flooded πλημμυρισμένος
fringed παρόχθιος, περιθωριακός
flush μόνιμη βαλτώδης υδατοσυλλογή
formation φυτική διάπλαση, σχηματισμός
false ψεύτικος
flooded crops πλημμυρισμένοι σπαρτότοποι
fructure κατάτμηση
fluvial ποτάμιος
fossil απολίθωμα, απολιθωμένος
farm, farm land αγρόκτημα
flooding πλημμύρισμα
fruit οπωροφόρος, φρούτο, καρπός