oak (Quercus) |
δρυς |
oasis (oases) |
όαση (οάσεις) |
oceanic climate |
ωκεάνιο κλίμα |
oro - mediterranean |
ορο - μεσογειακός (εύκρατη ζώνη, υψόμετρο: 1100 - 1450 m) |
Ostryo - Carpinion (zone) |
Ostrya carpinifolia |
ombrotrophic |
ομβροτροφικός, ομβρότροφος (τροφοδοτούμενος από ύδατα της βροχής, όμβρος, <όμβρος +τροφικός, τροφός) |
oro - moesian |
ορο - μοισιακός |
ooze |
ρέω, διαρρέω, στάζω |
Orvilos |
Όρβιλοσ (όρος) |
open |
ανοιχτός, ακάλυπτος, ελεύθερος, ανεμπόδιστος |
osier (Vitex) |
λυγαριά |
ophiolite |
οφιόλιθος (το πέτρωμα οφίτης < όφις + λίθος) |
Ossa |
Όσσα (όρος) |
Ohrid |
Οχρίδα (λίμνη) |
Ophiolithus |
Οφιόλιθος (γένος ερπετών) |
outcrop |
πέτρωμα που προεξέχει από το έδαφος, εκτεθειμένος βράχος |
Olea europaea |
αγριελιά |
optimal |
άριστος, βέλτιστος |
oleander (Nerium oleander) |
πικροδάφνη |
option value |
προαιρετική αξία |
oligo - mesotrophic |
ολιγομεσότροφος |
orchard |
δενδρόκηπος, κήπος, περιβόλι με οπωροφόρα δένδρα |
oligotrophic |
ολιγότροφος (= αυτός που παρέχει λίγη τροφή), ολιγοτροφικός |
orchid |
ορχιδέα |
olive - leaved |
ελαιό - φυλλος |
ornamental garden |
διακοσμητικός κήπος |
olive (Olea europaea) |
ελιά |
overwhelmingly |
υπερ-πλημμυρισμένος, υπερκυριαρχία |
outcropping |
προεξοχή |
outlying |
απόμερος, ξεμακρυσμένος |
outpost |
προφυλακή, ακροθέση |
overgrazing |
υπερβόσκηση |
overstorey |
υπερόροφος, άνω όροφος |