Dictionary

English term Greek term
waste place σκουπιδότοπος
waterlily νερόκρινος, υδατόκρινος
water body υδατομάζα
warehousing αποθήκευση
warmth θερμότητα, ζεστασιά
waste ακουπίδι, απόβλητο
waterlogged πλημμυρισμένος
water level στάθμη ύδατος
wet υγρός, υγρασία, βρεγμένος
wader καλοβάτης, καλοβατικό πτηνό (μεγαλόσωμο με μακριά πόδια και λαιμό - καλή βάδιση)
wood rush (Luzula) ξυλόβουρλο
water violet (Hottonia palustris) νεροβιολέτα
wetland υγρότοπος, υγροτοπικός
walnut (Juglans) καρυδιά
wooded δασωμένος
watercourse υδατοδιαδρομή, υδατοπορεία
wetness ύγρανση
watercress (Nasturtium) νεροκάρδαμο
whaleback φαλαινοράχη (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, 100 - 1000 m μήκος)
waterfall καταρράχτης, υδατόπτωση
waterfowl υδρόβιο πτηνό, υδατικό πτηνό που εμπλέκεται στα ύδατα
white oak (Quercus pubescens) χνοώδης δρυς
wort χόρτο, βότανο, φυτό
water ύδωρ, νερό (<νεαρό + ύδωρ = νερό)
waterside ακροποταμιά, ακροθαλασσιά, παρόχθιος
water chestnut νεροκάστανο, νεροκαστανιά
weathering αποσάθρωση
weed αγριόχορτο, ζιζάνιο
water table στάθμη υδροφόρου ορίζοντα, υδρορίζοντας, υδατορίζοντας, υδατοεπίπεδο, υδροφόρος ορίζοντας, υδατοστάθμη, πιεζομετρική επιφάνεια ύδατος
woodland δενδρότοπος, δασότοπος
woody δενδρώδης, δασωμένος, ξύλινος, ξυλώδης
wheat σιτάρι
wormwood (Artemisia) αψιθιά
wild olive (Olea europaea) αγριελιά
willow (Salix) ιτιά
willowherb Epilobium
wintering διαχείμανση, ξεχειμώνιασμα
wood δενδρώνας, δένδρο, ξυλεία, δάσος