arbour |
αναδενδράς (<αναρριχόμενο φυτό ή κρεβατίνα ή πέργουλα |
Arbutus andrachne |
γλυστροκουμαριά |
Arbutus unedo |
κοινή κουμαριά |
arctic |
αρκτικός (τόπος με άρκτους = αρκούδες) |
arid |
ξηρός |
Artemisia arborescens |
αψιθιά |
artificial |
τεχνητός, ψεύτικος |
artisanal |
βιοτεχνικός |
ash |
Fraxinus, φράξος |
ashy |
τεφρώδης, τεφρός, σταχτής, φαιός, γκρίζος, σταχτιά |
asphodelian |
ασφοδέλειος |
Asphodelus, asphodel |
ασφόδελος ή σφερδούκλι, φυτό των Ηλύσιων Πεδίων |
association |
ένωση, συνένωση, συνδυασμός |
Astragalus |
τραγάκανθα |
athalassal |
αθαλασσικός |
athalassic |
αθαλάσσωτος (ο μη περιέχων θαλάσσιο ύδωρ, όπως αζαχάρωτος) |
Athos |
Άθως, Άθωνας (βουνό) |
aven |
Dryas octopetala |
azonal |
άζωνος, αζώναρος, αζωνικός |
Balkan Range |
Βαλκανική Οροσειρά, βαλκανική πτύχωση |
Balkano - Rhodopine |
Βαλκανο - ροδοπικός |
Banat |
Μπανάτ (ιστορική περιοχή μεταξύ Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Σερβίας) |
bank |
όχθη (των οχθών) |
bar |
αμπάρα, ράβδος, κάγκελο, πλάκα, εμπόδιο, φραγμός |
Barbel zone |
ζώνη του Barbus barbus (στα ποτάμια) |
bare |
αποψιλωμένος, γυμνός, απογυμνωμένος, ελάχιστος, μόλις |
basalt |
βασάλτης |
basic |
βασικός, αλκαλικός |
basicline |
αλκαλοκλινής, βασεοκλινής |
basin |
κοιλάδα, δεξαμενή, λεκάνη, υδατολεκάνη |
basiphile |
βασεόφιλος, βασίφιλος |
beach |
παραλία, αμμουδιά |
bearberry |
αρκουδόμουρο |
bed |
στρώμα, ζώνη, πρασιά, κοίτη (ποταμών), πυθμένας θάλασσας, παρτέρι (τμήμα κήπου - Γαλλικό), πρασιά |
beech |
οξιά, οξυά (Fagus) |
beet |
τεύτλο, παντζάρι |
Belles |
Μπέλλες (όρος) |
belt |
ζώνη |
bloom |
ακμή |
Bohemian Quadrangle |
Βοημικός ορεινός όγκος |
bomb |
βολίδα, βόμβα |
boreal |
βορεινός, Βόρειος, αρκτικός |
bottle sedge |
φιαλοσπαθόχορτο (Carex rostrata) |
boulder |
ογκόλιθος, ογκολιθικός |
bracken |
με φτέρη |
Betula (birch) |
σημύδα |
biocoenose |
βιοκοινωνία |
biogeographical |
βιογεωγραφικός |
biohistorical |
βιοϊστορικός |
biome |
μεγακοινότητα, διάπλαση |
biotope |
βιότοπος, περιοχή ομοιόμορφων περιβαλλοντικών συνθηκών που παρέχει ζωτικό χώρο σε μια συγκεκριμένη συνεύρεση φυτών ή ζώων ή μια βιολογική κοινλότητα φυτών και ζώων μαζί) |
birch (Betula) |
σημύδα |
bladderwort |
κυστόχορτο (σαρκοφάγο φυτό) |
blanket |
κουβέρτα, καθολικός, ενιαίος, κοινός, ισόπεδος (<ίσος + πέδον = έδαφος) |
block |
κυβόλιθος, μπλόκι |
bog |
τυρφώνας (όξινος), βουρκότοπος, έλος, βάλτος |
bog-myrtle (Myrica) |
τυρφωνο-μυρτιά |
Bream zone |
ζώνη του Abramis brama (στα ποτάμια) |
brackish |
υπόαλος (<υπό + αλς = θαλασσινό ύδωρ = θάλασσα), υφάλμυρος, στα ενδοχωρικά ύδατα (<υπό + αλμυρός) |
burdock |
Αρψτιθμ |
burn (burnt) |
καίω, καίγομαι / καμένος (burned) |
burnet (Poterium, Sarcopoterium) |
ποτήριο, ποτήρι, κ.ο = αστοιβή, στοιβίδα |
burning |
καιόμενος |
bush = shrub |
θαμνώνας, θάμνος |
bushy |
θαμνώδης, δασύς, πυκνός |
butterwort |
βουτυρόχορτο |
caespitose, cespitose |
χλοερός |
calcareous |
ασβεστούχος, ασβεστώδης, ασβεστολιθικός |
calcicline |
ασβεστορρεπής (ο κλίνων προς την άσβεστο) |
calcicole |
ασβεστολιθόφιλος |
calcicolous |
ασβεστολιθόφιλος |
calcifil |
ασβεστολιθόφιλος |
calciphile |
ασβεστόφιλος |
calciphilous |
ασβεστόφιλος |
breeding |
αναπαραγωγή, εκτροφή, βελτίωση |
broad-leaved |
πλατύφυλλος |
brook |
ρυάκι |
broom ?????? |
κύτισος, σάρωθρο (Leguminosae) |
brown |
καστανός, καστανόχρωμος |
brush = scrub |
θαμνοδενδρώνας: πυκνή βλάστηση από υπανάπτυκτα δένδρα και θάμνους - άγρια βλάστηση με φυτά μεγαλύτερα από πόες και μικρότερα από δένδρα |
building |
οικοδομή, οικοδόμηση, κτίριο |
Bupleurum fruticosum (Umbelliferae) |
ανεμοπύρωμα, λαφόκλαδο (Μηλιαράκης, 1925) |
calcium |
ασβέστιο |
calcschist |
ασβεστο-σχιστόλιθος |
calm |
ήρεμος, γαλήνιος |
calmer |
ηρεμότερος |
Campania |
Καμπάνια ή Καμπανία (περιφέρεια της νότιας Ιταλίας) |
canal |
κανάλι (αρχαία: κάννα = καλάμι) |
cane |
καλάμι (του μεσογειακού γένους Arundo και των αλλόχθονων Arundinaria και Saccharum) |
canopy |
κομοστέγη, δασοκάλυψη, φυτοστοιβάδα, συγκόμωση |
cape |
ακρωτήριο |
carbonate |
ανθρακικός |
carob (Ceratonia siliqua) |
χαρουπιά |
carpet |
στρωμνή |
Carpinus betulus |
σκος, τσουκνίδα |
carr |
ελότοπος (<αρχ. Νορβηγικό Karr = marshland = ελότοπος: ένα υγροτοπικό δασώδες πεδίο, που κατά κανόνα αποτελεί στάδιο διαδοχής μεταξύ του έλους με καλάμια και του καταληκτικού διαμορφωμένου δάσους σε περιοχές με παραθαλάσσιο κλίμα) |
cascade |
μικρός καταρράκτης, μικρή υδατόπτωση |
Catalonia |
Καταλωνία |
catena |
αλυσιδωτός, σειρά σχετικών πραγμάτων |
Caucasus |
Καύκασος |
Central Massif |
Κεντρικός ορεινός όγκος |
cereals |
δημητριακά |
cespitose |
χλοερός |
cessation |
κατάπαυση |
chamaephyte |
χαμαίφυτο (<χαμαί = κάτω + φυτό), οι οφθαλμοί του βλαστού είναι κοντά στο έδαφος |
chandelier |
πολύφωτο, πολυέλαιος (κοινό όνομα χαρόφυτου) |
chaotic |
χαώδης |
chaparral (Καλιφόρνια) = maquis = macchia = matorral |
μεσογειακή βλάστηση, μακί, λόχμη, μακκία βλάστηση, θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών |
charophyte |
χαρόφυτο (<χαρά + φυτό) |
chasm |
χαράδρα, κρημνός, χάσμα |
chasmophyte |
χασμόφυτο (<χάσμα + φυτό) |
chaste tree (Vitex agnus-castus) |
λυγαριά, καναπίτσα |
Chelmos |
Χελμός |
cherry |
κερασιά |
chestnut (Castanea sativa) |
κάστανο, καστανιά |
chionophilous |
χιονόφιλος (<χιών + φίλος) |
cimax |
καταληκτικός |
Cistus |
λαδανιά (κ.ο.) |
citron - citrous (Citrus) |
λεμονοπορτοκαλιά |
city square |
οικοδομικό τετράγωνο, πλατεία πόλης |
clearing |
εκχερσωμένος, ξέφωτο, εκχέρσωμα, περιοχή χωρίς βλάστηση, απαλλαγή |
cliff |
κρημνός, γκρεμός |
climber |
αναρριχητικός |
clint = slob |
πλάκα, πλακοστρώνω |
clip |
κούρεμα, κουρεύω, κλάδεμα, κλαδεύω (φράχτη) |
commodity |
αγαθό (υλικό), υλικός |
cone (volcanoe) |
κώνος (ηφαιστείου) |
conifer |
κωνοφόρο |
coniferous |
κωνοφόρος |
constraction |
κατασκευή, ανοικοδόμηση |
continental |
ηπειρωτικός |
continentality |
ηπειρωτικότητα (ηπειρωτικό κλίμα) |
contingent valuation |
εξαρτημένη αξιολόγηση |
continuous |
συνεχής, αλλεπάλληλος |
coppice |
λόχμη, δασύλλιο |
Cordillera |
κορδιλιέρα, αλυσιδάρα (<υποκορ. ισπαν. Cordilla = αλυσίδα), ο κύριος ορεινός σχηματισμός παράλληλων οροσειρών μιας ηπείρου ή νησιού |
cordon |
ζώνη, κορδόνι, διάζωμα |
close |
πυκνός, κλειστός, κλείσιμο |
closed sward |
περιορισμένος λειμώνας, κλειστός λειμώνας |
club-rush |
ροπαλόβουρλο |
coastal |
παράκτιος, παραλιακός |
coastland |
παραλιότοπος |
codominate |
συγκυριαρχώ |
codomination |
συγκυριαρχία |
collinar |
λοφικός (των λόφων) |
colluvion |
κατάκλυση, πλημμύρισμα |
colonization |
αποίκιση |
cover |
επίστρωση, κάλυμμα |
crack |
ρωγμή |
cracking |
θραύση, ράγισμα |
crenal stream |
σκαπτικός χείμαρρος, διαβρωτικός χείμαρρος |
crenon zone |
διαβρωμένη, έγγλυφη (σκαμμένη σε βάθος εξαιτίας ροής) ζώνη: αντίθετο = ανάγλυφη = προεξέχει (γλυφίς - γλυφίδος) |
crest |
κορυφή |
crevice |
σχισμή (π.χ. βράχου) |
crop |
σπαρτό, συγκομιδή, σοδιά, απόθεμα, σπαρτότοπος, καλλιέργεια |
cropland |
σπαρτότοποι |
crown cover |
κομοστέγη (<κόμη + κάλυμμα - στέγη) |
Crucifera |
Σταυροφόρα |
cryotic soil |
κρυοτικό έδαφος |
crystalline |
κρυσταλλικός, κρυστάλλινος |
cultivar |
ποικιλία καλλιεργήματος |
cultivation |
καλλιέργεια |
Cupressus sempervirens |
κυπαρίσσι |
cushion |
στρώμα, μαξιλάρι |
cushion - heath |
στρωματο - ερεικώνας |
cut down |
υλοτομώ, υλοτόμηση |
Cyperus |
κύπειρος, κύπερος (υδροχαρές αρωματικό φυτό) |
cypress (Cupressus) |
κυπαρίσσι |
Cyrenaica |
Κυρηναϊκή (περιοχή) |
dacite |
δακίτης (πέτρωμα) |
damp |
υγρός, υγρασία, υγραίνω |
date-palm (Phoenix dactylifera) |
χουρμαδιά |
deadly nightshade |
Atropa bella-donna |
dealpine |
από-αλπικός, απαλπικός (φυτά της αλπικής ζώνης που μπορεί να βρίσκονται και σε πεδιάδες) |
decalcified |
απασβεστιωμένος |
deciduous |
φυλλοβόλος |
decline |
παρακμή, μείωση, πτώση, εξασθένηση, σε παρακμή, παρακμάζω |
deficiency |
έλλειψη |
deficient |
ελλιπής, ανεπαρκής |
deforestation |
αποδάσωση, αποψίλωση, εκχέρσωση |
deforested |
αποδασωμένος, αποψιλωμένος, εκχερσωμένος |
degraded |
υποβιβασμένος, υποβαθμισμένος |
dehesa |
δασολίβαδο, λιβαδοδασοβοσκότοπος (Ισπαν: dehesa = βοσκή: Μεσογειακό οικοσύστημα που αποτελείται από βοσκότοπους που χαρακτηρίζονται από ποώδη είδη για βόσκηση και είδη δένδρων, όπως Quercus ilex και άλλα είδη όπως οξιές και πεύκα) |
demolition |
κατεδάφιση |
deposit |
εναπόθεση, απόθεση, κοίτασμα |
depression |
κοίλωμα, κοιλότητα |
derelict |
έρημος, εγκαταλειμμένος |
desiccation |
αφυδάτωση, ξήρανση |
deterioration |
υποβάθμιση |
detritus |
θρύμμα, τρίμμα |
Dinarides |
Διναρικές Άλπεις |
discharge |
απόβλητο |
disjunct |
διάζευξη, διαχωρισμός |
ditch |
χαντάκι, αυλάκι, αυλακιά (η), αύλακας (ο) |
dissolved |
διαλυμένος |
disturb |
διαταράσσω, ενοχλώ |
disturbance |
διαταραχή, διατάραξη, αναταραχή |
disturbed |
διαταραγμένος |
disuse |
αχρηστία |
disused |
αχρησιμοποίητος, μη χρησιμοποιούμενος |
Dobrogea |
Ντομπρουντζά (ιστορική περιοχή μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας) |
Dolomite |
Δολομίτης (<από το γεωλόγο Deodat Dolomien: CaMg(CO3)2 |
domaine |
επικράτεια |
dome |
θόλος |
domestic |
οικιακός |
domesticated |
κατοικίδιος, εξημερωμένος |
dominance |
κυριαρχία, επικράτηση |
dormant |
σβυσμένος |
downy |
χνουδάτος, χνουδωτός, με χνούδι |
drainage |
αποστράγγιση, αποχέτευση |
draining |
αποστράγγιση |
drayness |
ξηρότητα |
drift |
φερτός |
dripping |
στακτός (που στάζει) |
drought |
ξηρασία, αναβροχιά |
drumlin |
μετωπικός λιθώνας παγετώνα |
dry |
στεγνός, ξηρός, ξερός, στεγνώνω, σκουπίζω, ξεραίνω |
dry out |
στερεύω, στεγνώνω (για ποτάμι, πηγή) |
Dryas |
Δρυάς, Δρυάδα (<δρύς = βελανιδιά / νύμφες αρχαίας ελληνικής μυθολογίας) |
duck |
πάπια |
duckweed |
παπιόχορτο |
dump |
σκουπιδότοπος |
dunal |
θινικός (ο της θίνης) |
dune |
θίνη, αμμοθίνη, σωρός άμμου |
dung heap |
σωρός κοπριάς |
durmast oak |
Quercus petraea |
dwarf |
νανόσωμος |
dyke (dike) |
κοίτασμα, φλέβα (λίγο ή περισσότερο επίπεδες επιφάνειες εκτεθειμένων κοιτασμάτων εξαιτίας παγετωνικής δράσης) |
dystrophic |
δύστροφος (δυσ = δύσκολος + τροφή), δυστροφικός |
dystrophy |
δυστροφία |
ecotop(e) |
οικότοπος (αντιστοιχεί περίπου στο οικοσύστημα, με περιορισμό στο χερσοτοπίο = landscape) |
ecotype |
οικότυπος |
edaphic |
εδαφικός |
edaphon |
έδαφος (ζωϊκή και φυτική ύλη που βρίσκεται στο έδαφος) |
edaphus |
έδαφος |
edge |
κράσπεδο |
efflorescence |
άνθιση, έκχυση, εκχύλιση, εκχυλίζω, εκχύλισμα, ανάβλυση, διεκβάλλω, διεκβολή, έκβλημα, απόβλημα, εξάνθηση (κηλίδες αλάτων σε θαλασσοδιαποτισμένα εδάφη) |
elevation |
ανύψωση, ύψωμα, ύψος |
ephemeral |
εφήμερος, βραχύβιος, πρόσκαιρος |
epipotamal |
επιποτάμιος |
eradicate |
ξερριζώνω, εξαφανίζω |
Erica |
ερείκη (φρυγανοειδής θάμνος), ρείκι (<ερείκη, ερίκη, ρείκι) |
ericoid |
ερεικοειδής, ερεικώδης |
esparto |
σπάρτο |
estival |
θερινός |
eternal |
αιώνιος, μόνιμος |
Euboea |
Εύβοια (<ευ + βους) |
Eucalyptus |
ευκάλυπτος (<εύ + καλυπτός) |
elm (Ulmus) |
φτελιά, καραγάτσι, πτελέα |
embryonic |
εμβρυϊκός |
emerged |
αναδυμένος |
emergent |
αναδυόμενος, σε ανάδυση, ανερχόμενος |
emerging |
ανάδυση |
enclave |
εγκλώβισμα |
endanger |
κινδυνεύω, διακινδυνεύω |
endemic |
ενδημικός |
ensemble |
σύνολο |
epirh(e)ithral |
επιρειθρικός, επιροϊκός (ρέεθρον = ρείθρο (ρέω) = ροή, ρείθρο, ρεύμα, ποταμός, αυλάκι, αύλακα) |
eroded |
διαβρωμένος |
erosion |
διάβρωση |
esker |
αμμολιθώνας |
espalier |
περγολιά - περγολιών (ιταλική), πέργολα - περγολών, περγουλιά, πέργουλα, αναδενδράς, κληματαριά, κρεβατίνα, δράνα |
euhydrophytic |
εφυδροφυτικός (<ευ + ύδωρ + φυτικός) |
Euphorbia (spurge) |
φλώμος ????? |
Euphorbia acanthothamnos |
κουκουλαφάνα |
Euro-Siberian |
Ευρω-σιβηριακός |
eutrophic |
εύτροφος, ευτροφικός |
eutrophicated |
ευτροφοποιημένος |
Euxinian |
ευξείνιος (του Εύξεινου Πόντου) |
evenness |
κανονικότητα |
evergreen |
αειθαλές (φυτό), αείφυλλος, αειθαλερός, αειπράσινος |
exotic |
εξωτικός, αλλόχθονος |
expanse |
έκταση |
exposure |
έκθεση, προσανατολισμός |
extensive |
εκτατικός, εκτεταμένος |
extinct |
εξαλείφω, εξαλείφομαι, εξαλειμμένος |
extinction |
εξάλειψη |
exuvia |
έκδυμα |
Fabaceae |
Φαβίδες (<φάβα) |
facie |
φάση, όψη |
factory |
εργοστάσιο |
Fagus |
οξυά, οξιά |
fairly |
αρκετά, σαφώς |
Falakron |
Φαλακρό (όρος) |
fallow |
χέρσος |
fallow land |
χερσότοπος |
fast |
ταχύς, έντονος, σταθερός |
fauna |
πανίδα (Λατ: Faunus = Φαύνος = Παν - Πανός: Ποιμενικός θεός της Ελλάδας) |
feathergrass |
πτεραγρωστώδης |
feature |
χαρακτηριστικό, σχηματισμός |
fell |
υλοτομώ, κόβω δένδρα |
felsenmeer (sea of rock) |
πετροθάλασσα |
fen |
έλος, βάλτος, έλειος (του έλους, τελματιαίος, βαλτίσιος |
fence |
φράχτης |
fennel |
νάρθηκας (είδη των φυτών του γένους Ferula) |
Fennoscandia |
Φιννοσκάνδια, Φιννοσκανδιναβία (
|
fern |
φτέρη, πτέρη (η) |
fertile |
εύφορος, γόνιμος |
fertilised |
λιπασμένος |
fertilization |
γονιμοποίηση, λίπανση |
fertilize |
γονιμοποιώ, λιπαίνω |
fertilizer |
λίπασμα |
field |
αγρός, πεδίο, περιοχή |
field crop |
χωραφό-σπαρτο, αγροτικός σπαρτότοπος |
films of water flowing over rocky watercourse margins |
λεπτές στρώσεις (υμένια) ύδατος που διαρρέουν πάνω σε βραχώδεις παρυφές υδατοδιαδρομών |
fir (Abies) |
έλατο, ελάτη |
fire |
φωτιά, πυρκαγιά |
false |
ψεύτικος |
farm, farm land |
αγρόκτημα |
fissure |
σχισμή, ρωγμή |
fixed |
αμετάβλητος, σταθερός (θίνες) |
fjell |
(fjall = mountain, νορβηγικό) = αναφέρεται σε συγκεκριμένα ορεινά τοπία στη Σκανδιναβία και Αγγλία |
flank |
πλαγιά (όρους) |
flat |
επίπεδος, οριζόντιος, ομαλός |
floating |
πλωτός, επιπλέων, αιωρούμενος, πλευστός |
floating - leaved |
με επιπλέοντα φύλλα |
flood plain |
πλημμυριζόμενο πεδίο (πεδιάδα) |
flooded |
πλημμυρισμένος |
flooded crops |
πλημμυρισμένοι σπαρτότοποι |
flooding |
πλημμύρισμα |
flora |
χλωρίδα (Λατ: Φlora = Chlora = Xλωρίς: θεά ανθέων) |
flow |
ρέω, κυλώ πέφτω, χύνομαι, ροή |
flower |
άνθος, ανθίζω, λουλούδι |
flower spike |
ταξιανθία, ανθοταξία |
flowering |
με άνθη, ανθοφόρων |
flowering rush |
ανθοφόρα βούρλα |
fluctuate |
ταλαντεύομαι, κυμαίνομαι |
fluctuation |
ταλάντευση, διακύμανση |
flush |
μόνιμη βαλτώδης υδατοσυλλογή |
fluvial |
ποτάμιος |
fluviatilis, -e |
ποτάμιος (<Λατ. Fluvius = ποταμός) |
flyggberg (flowing rock) |
λιθοροή (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, > 1000 m μήκος) |
flysh |
φλύσχης (πέτρωμα: αργίλων, μαργών, ψαμμιτών) |
fodder |
σανός (διάφορων ειδών) |
foliose |
πηκτωματώδης |
foothills |
λόφοι στους πρόποδες (βουνού) |
forb |
πλατύφυλλη πόα |
forest |
δάσος |
forestry |
δασοκομία |
formation |
φυτική διάπλαση, σχηματισμός |
fossil |
απολίθωμα, απολιθωμένος |
foul |
ρυπαρός |
fouling |
οργανισμικό επικάθισμα, μαλούπα |
fox glove |
Digitalis |
fox sedge |
αλεπουδο-σπαθόχορτο |
Fraxinus |
φράξος, μελιός, μέλιο |
freeze |
παγώνω, πήζω, καταψύχω, παγωνιά, ψύξη |
fresh |
άναλος (<αν + αλς = θάλασσα, άλας), πρόσφατος,νερό (<νεαρό ύδωρ) |
fringe |
παρυφή, παρόχθιος, περιθωριακός, κράσπεδο, χείλωμα |
fringed |
παρόχθιος, περιθωριακός |
fructure |
κατάτμηση |
fruit |
οπωροφόρος, φρούτο, καρπός |
fruit orchard |
δενδρόκηπος, οπωρώνας |
fruticose |
θαμνοειδής, θαμνώδης |
fumarole |
ατμίδα |
fungus (-ngi) |
μύκητα (-τες) |
geyser |
θερμοπίδακας |
Giona |
Γκιώνα |
glacial |
παγετώδης, παγερός |
glacier |
παγετώνας |
glasswort (Salicornia) |
σαλικόρνια, γυαλόχορτο |
Globularia alypum (Globulariaceae) |
σέννα ή στουρέκι (Μηλιαράκης, 1925) |
gneisse |
γνεύσιος (πέτρωμα) |
gorge |
φαράγγι, λαγκάδα |
grade |
βαθμός, βαθμίδα, αναβαθμίζομαι, ταξινομώ |
graminoid |
αγρωστώδες (φυτό), αγρωστωειδές |
granite |
γρανίτης |
grapevine |
κλήμα, άμπελος (αμπέλου, αμπέλων), αμπέλι, κληματαριά |
grass |
αγρωστώδης (< αγρώστης, αρχ. ελλην. = αγρώτης = αγρότης = άγριος = αγρός = ο άνθρωπος των αγρών), γράστις, γρασίδι, αγρωστώδη, σιτηρά, σιτώδη |
galingale |
γκαλιγκάλη (κοινό όνομα) - κύπερη (παράγει φαρμακευτική ουσία) = Cyperus longus |
gallery |
ζώνη, γαλαρία, εξώστης, υπερώο, στοά, ζωνοειδής, γαλαριόμορφος |
garden |
κήπος, περιβόλι |
garland |
γιρλάντα (κοινό όνομα του Festuca) |
garrique |
θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών πάνω σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα (<Γερμανο-Ελβετικό karren = ιζηματογενής βράχος = ασβεστολιθικό υπόστρωμα) |
gas |
αέριο |
geese |
χήνα |
Genista acanthoclada |
αφάνα, ξυλάγκαθο |
geophyte |
γεώφυτο (<γη + φυτό) => φυτά με υπόγεια όργανα |
geothermal |
γεωθερμικός |
germinate |
βλαστάνω, φυτρώνω |
grass lawn |
γρασιδικός χλοοτάπητας, χλοοτάπητας γρασιδιού |
grassland |
ποολίβαδο, ποότοπος, γρασιδότοπος, αγρωστωδότοπος |
grassy |
χλοερός, ποώδης βλάστηση |
grave |
έντονος |
gravel |
αδρομερές μερίδιο (με διάμετρο > 2 mm) |
grazier |
βοσκός |
grazing |
βόσκηση |
greenhouse |
θερμοκήπιο |
greenweed |
πρασιναγριόχορτο (Genista) |
grey |
φαιός (γκρίζος) |
greyish - white |
γκριζόλευκος, φαιόλευκος |
grike |
σχισμή, ρωγμή |
ground |
έδαφος |
ground level |
εδαφικό επίπεδο |
groundwater |
εδαφικά ύδατα |
grove |
άλσος |
grow |
φυτρώνω, ευδοκιμώ, μεγαλώνω, αυξάνομαι |
grower |
καλλιεργητής |
gully |
χαντάκι, ρεματιά, υπόνομος |
gushing |
αναβλυστικός, αναβρυστικός, διαχυτικός |
gushing spring |
αναβλυστική πηγή |
gypsum |
γύψος (θειϊκό ασβέστιο) |
ha |
εκτάριο |
habitat |
ενδιαίτημα (περιοχή ομοιόμορφων περιβαλλοντικών συνθηκών που παρέχει ζωτικό χώρο σε ένα συγκεκριμένο είδος ή πληθυσμό) |
habitually |
συνήθως, από συνήθεια |
haline = saline |
έναλος (<εν = με + αλς = άλας, θάλασσα), άλας, αλατούχος (<αλς - αλός: ο), θάλασσα (<αλς - αλός: η) |
halophile |
αλόφιλος (<άλς = άλας, θάλασσα + φίλος) |
halophyte |
αλόφυτο (<άλς = άλας, θάλασσα + φυτό) |
hard water spring |
πηγή ύδατος (σκληρού), με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα |
hardwood |
σκληρόξυλος |
harvest |
συγκομιδή, σοδειά |
harvesting |
θεριστικός, σόδιασμα, τρύγηση |
hay |
σανός, χόρτο |
hay meadow |
χορτο-λειμώνας |
hazel |
φουντουκιά |
heap |
σωρός |
heath |
ερείκη (ρείκι), ερεικώνας |
heathland |
ερεικότοπος (ερείκη + τόπος) |
heaving |
βαρύτητα |
hedge |
πατουλιά, βατουλιά (φράχτης από θάμνους ή δενδρύλια), προστατεύω με φράχτη |
hedged |
κουρεμένος ή βοσκημένος θάμνος |
hedgehog |
εχινόχοιρος, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος |
hedgerow |
φραχτοσειρά, φρακτοσειρά, βατουλιοσειρά, πατουλιοσειρά |
Hellenides |
Ελληνίδες (κύριες οροσειρές της Ελλάδας) |
holly |
αρκουδοπούρναρο = Ilex aquifolium |
homogeneous |
ομοιογενής |
hornbeam |
αγγλικό κοινό όνομα του Carpinus betulus = κερατοδοκάρι |
horned pondweed |
κερασφόρο λιμναγριόχορτο |
Helleno-Balkanic |
Ελληνο-βαλκανικός |
helocrene |
ελοκρήνη, ελοπηγή (<έλος + κρήνη ή πηγή) |
helophyte |
ελόφυτο (<έλος = βάλτος + φυτό) |
hem |
όριο, πλαίσιο, περιθώριο |
herb |
πόα |
herbaceous |
ποώδης |
herbicide |
ζιζανιοκτόνο |
Hercynian |
Ερκύνιος (το όνομα της περιοχής δυτικά του ποταμού Ρίνου) |
heron |
ερωδιός |
heterotrophic |
ετερότροφος |
hillside |
λοφοπλαγιά |
Himalaya |
Ιμαλάϊα (όρη) |
hinterland |
ενδοχώρα |
hogweed |
Ηεραψλεθμ (κοινό όνομα) |
holm oak |
δρυς, αριά = Quercus ilex |
hornwort |
κερατόχορτο |
horsetail |
αλογουρά |
horticulture |
κηπευτική, κήπος |
hot |
θερμός, ζεστός, καυτός |
household wastes |
οικιακά απόβλητα |
humid |
υγρός (πολύ) |
Iberia |
Ιβηρία, Ιβηρικός (<Ισπανία + Πορτογαλία) |
ice |
πάγος |
Illyrio - Moesian |
Ιλλυριο - μοισιακός (<Ιλλυρία = αρχαία χώρα περίπου στη θέση της Αλβανίας) |
immersed |
βυθισμένος |
immigrant |
ενδομετανάστης |
inaccessible |
απρόσιτος |
inactive |
αδρανής, ανενεργός |
humidity |
υγρασία |
hummock |
υψωματάκι, λοφίσκος, όχθος (<από την ασαφούς προέλευση γερμανική λέξη hummel) |
humus |
μαυρόχωμα (χώμα με φυτικά υλικά σε αποσύνθεση) (Λατ. Humus = χθών (χαμαί), γη, χώρα, χαμόθεν) |
hybrid |
υβρίδιο |
hydrological |
υδρολογικός |
hydrophilus |
υδρόφιλος (ύδωρ + φίλος) |
hygro - nitrophilous |
υγρο-αζωτόφιλος |
hygromesophile |
υγρομεσόφιλος (υγρός + μέσος + φίλος) |
hygrophilous |
υγρόφιλος (υγρός + φίλος) |
hypersaline |
υπέραλος (υπερ + αλς = άλας, θαλάσσιο ύδωρ = θάλασσα) |
hypopotamal |
υποποτάμιος (<υπό + ποτάμιος) |
hyporh(e)ithral |
υπορειθρικός (<υπό + ρείθρο) |
immersion |
βύθιση |
impermeable |
αδιαπέραστος, στεγανός, αδιάβροχος |
improve |
νέμομαι, βελτιώνω, επικαρπούμαι |
indigenous |
ιθαγενής, γηγενής |
indigenousness |
ιθαγένεια |
infra-aquatic |
υπο-υδατικός, υποϋδατικός |
inland |
ενδοχωρικός, ενδοχώρα |
inlet |
στενόμακρος κολπίσκος της θάλασσας, ορμίσκος, λιμανάκι, στενωπός (η) |
insular |
νησιωτικός, περιορισμένος |
interior |
εσωτερικός, μεσόγειος (όχι παραλιακός) |
intermittent |
περιοδικός |
intermontane |
διαορεινός |
interstitial |
μεσοδιαστηματικός |
intolerant |
δεν ανέχομαι, μη ανεκτικός |
introduced |
εισκομισμένος, μεταφερμένος, εισαγμένος (<εισκομίζω) |
inundate |
κατακλύζω, πλημμυρίζω |
iris |
αγριόκρινο (το φυτό Iris pseudacorus) |
irradiate |
ακτινοβολώ, εξαπλώνομαι |
island |
νησί, νησιωτικός, απομονωμένος |
Juglans regia |
καρυδιά |
jumble |
ανακατώνω, σωρός |
juniper (Juniperus) |
άρκευθος, κέντρο, αγριόκεδρο |
Juniperus phoenicea |
ήμερος κέδρος |
Jura |
οροσειρά Ιούρα (
|
jurassic |
ιουρασική (γεωλογική περίοδος) |
kame |
αμμοχαλικώνας |
karstic, karst |
καρστικός (<Γιουγκοσλαβία, Κάρστ, όπου υπάρχουν διαβρωμένοι ασβεστολιθικοί σχηματισμοί) |
land |
γη, ξηρά, στεριά, έδαφος, χώρα, τόπος, χέρσος, χερσαίος |
landfill site |
θέση υγειονομικής ταφής |
landscape |
τοπίο, τοπιογραφία, τόπος, χωροταξική άποψη, διαμόρφωση εξωτερικού χώρου |
lapille (-lli) |
λιθάρι (Λατιν < lapillus = λιθάριο, λιθάρι) |
lapis (lapis lazuli) |
κυανός λίθος (ορυκτό) |
larch (Larix decidua) |
αγριοπεύκη |
Larix decidua |
αγριοπεύκη |
Kerkini |
Κερκίνη (λίμνη) |
kitchen garden |
λαχανόκηπος |
knoll |
λοφίσκος |
Kyllini |
Κυλλήνη |
Labiatae |
Χειλανθή (ή πιο σωστό, Χειλωτά) |
lacuna |
λάκκος, τέλμα, φυσική κοιλότητα, φυσικό κοίλωμα |
lacunar |
βαθουλωτός, έγγλυφος, βαθουλός |
lacustrine |
λιμναίος, λιμνόβιος, παραλίμνιος |
lagg |
ύστερη ζώνη τυρφώνα, ζώνη υστέρησης τυρφώνα, υστερογενής ζώνη τυρφώνα |
lagoon |
λιμνοθάλασσα, λάγηνος (η) |
lake |
λίμνη |
lake-bottom |
Λιμναίος-βενθικός, λιμνοπυθμένας |
lakeside |
ακρολιμνιά |
laminar (flow) |
ομαλή, στρωτή, υδροδυναμική, γραμμική (ροή) |
land - fill |
επιχωμάτωση |
landscaping |
χωματουργικός, αρχιτεκτονική τοπίου, διαμόρφωση τοπίου |
larva |
μορμολύκη (<Μορμώ, μορμολύκειο) |
latitude |
γεωγραφικό πλάτος |
laurel |
δάφνη |
lauriphyllous |
δαφνόφυλλος |
Laurus nobilis |
δάφνη η κοινή = δάφνη, βαϊά, μοσχοϊτιά, φιρικιά |
lava |
???????????? |
Lavandula stoechas |
λεβάντα |
lawn |
χορτοτάπητας, χλοοτάπητας, καταβολάδα, στρώση |
layer |
στρώμα, χλοοτάπητας |
lead |
μόλυβδος |
leave to rest |
αγρανάπαυση |
ledge |
προεξοχή βράχου |
legume |
όσπριο |
Leguminosae |
Χεδρωπά |
leguminous |
οσπριοειδής, χεδρωπός |
lentic |
λιμναίος, στάσιμος |
Levantine Sea |
Θάλασσα του Λεβάντε - της Ανατολής - Ανατολική Μεσόγειος |
level |
επίπεδο, υψόμετρο |
liana |
αναρριχητικό φυτό (<Γαλλικό liane <-Λατινικό ligare = σφίγγω, αναρριχώμαι, δένω γύρω από..) |
lichen |
λειχήνα |
ligneous |
ξυλώδης (<Λατιν. Ligneus) |
lilac (Syringa) |
πασχαλιά |
lily |
κρίνος (ο) |
lime |
άσβεστος = ανθρακικό ασβέστιο CaCO3 |
lime - deficient |
ανεπάρκεια (έλλειψη) ασβέστου (CaO) |
lime - rich |
πλούσια (με επάρκεια) σε άσβεστο (CaO) |
limestone |
ασβεστολιθικός, ασβεστόλιθος |
limnocrene |
πηγή υδατολεκάνης, λιμνοπηγή, λιμνοκρήνη |
lining |
επένδυση, πλαισιώνω, πλαισίωση |
littoral zone |
παραλιακή ζώνη |
liverwort |
ηπατόχορτο |
livestock |
κτηνοτροφία |
locust (Robinia) |
χαρουπιά |
logging |
υλοτομία |
Longos forests |
δάση Longos (δάση κοιλάδας ποταμού Kamtschija στην ανατολική Βουλγαρία) |
lopis |
κύανος (ο πολύτιμος λίθος λαζουρίτης και λαζούρι) |
lowland |
πεδινός, πεδιάδα |
luxuriant |
άφθονος, πλούσιος, καταστόλιστος, περίτεχνος |
Macaronesian - geographic area |
Μακαρονησιακός, Μακαρονήσια γεωγραφική περιοχή(η πιο δυτικο-ευρωπαϊκή περιοχή: Μακάρων νήσοι = οι νήσοι των νεκρών που βρίσκονταν κατά τους αρχαίους στον Ωκεανό, στην πιο δυτική περιοχή - περιλαμβάνει κυρίως τα νησιά Cape Verde, Canary, Madeira, Azor |
macrolichen |
μακρολειχήνα |
macrophytic |
μακροφυτικός |
mainland |
ηπειρωτικός - |
maintenance |
συντήρηση, διατήρηση |
maize |
αραβόσιτος, καλαμπόκι |
malnutrition |
υποσιτισμός |
maltese |
μαλτέζος, μαλτέζικος |
management |
διαχείριση |
manure |
κοπριά |
lotic |
ποτάμιος, ρέοντα ύδατα |
maples (Acer) |
σφεντάμι |
marestail |
φοραδουρά (το φυτό Hippuris vulgaris) |
margin |
παρυφή, περιθώριο, άκρο |
marine |
θαλάσσιος |
maritime |
παραθαλάσσιος |
Maritsa |
Μαρίτσα, Έβρος (ποταμός) |
market |
αγορά, εμπορικός |
market garden |
λαχανοπερίβολο |
marl |
μάργα |
marsh |
τέναγος, βάλτος, τέλμα, έλος |
marshy wood |
βαλτοδάσος |
mat |
στρωμνή (παχύ στρώμα φυτικών υλικών), στρώμα, στρώση |
mat - grass |
στρωμνή αγρωστωδών |
matorral (Ισπανία) = maquis = macchia = chaparral |
μακί, μακκία βλάστηση, μεσογειακή βλάστηση, λόχμη, θαμνώνας αειθαλών πλατύφυλλων ειδών |
matrix |
δομικό υπόστρωμα |
meadow = sward |
λειμώνας (σπαρμένο - τεχνητό λιβάδι), κοφτολίβαδο (επειδή θερίζεται) |
medieval |
μεσαιωνικός |
medio - European |
μεσο - ευρωπαϊκός |
Mediterranean |
Μεσόγειος (Λατιν: < Mediterraneus = medius + terra = μεσόγειος, μεσόγαια) |
megaphorb ή megaforb |
μεγαπλατύφυλλη πόα |
Menikion |
Μενοίκιο (όρος) |
mesa |
οροπέδιο |
mesic |
ενδιάμεσος (<μέσος, ο μεταξύ δύο πραγμάτων: ενδιάμεσο περιβάλλον ως προς την υγρασία) |
meso - hygrophile |
μεσο - υγρόφιλος |
meso - Mediterranean |
μέσο - μεσογειακός |
meso - oligotrophic |
μεσο - ολιγότροφος |
mesocline |
μεσόκλινος (<μέση + κλίνω) |
mesogean |
μεσόγειος, μεσογειακός (<Ελλην: Μεσόγειος = Μεσόγειος θάλασσα την εποχή της Τιθύος) |
mesophile |
μεσόφιλος (<μέσος + φίλος = 20 - 45οC) |
mesotrophic |
μεσότροφος |
Mesta |
Νέστος (ποταμός) |
metamorphic |
μεταμορφικός |
metapotamal |
μεταποτάμιος |
metarh(e)ithral |
μεταρειθρικός (<μετά + ρείθρο), μεταροϊκός |
mid - elevation |
μεσο - ύψωμα, μεσο - ανύψωση |
mine |
ορυχείο |
mineral |
ορυκτός |
mire |
βαλτότοπος |
miscellaneous |
ανάμεικτος, ετερογενής |
mixed |
ανάμεικτος, αναμειγμένος |
mixture |
μείγμα |
mobile sediment |
κινητό ίζημα |
moesian |
μοισιακός (ο της Μοισίας = αρχαίο όνομα άνω Θράκης) |
Moeso - Macedonian |
Μοισιο - μακεδονικός (<Μοισία = αρχαίο όνομα του άνω τμήματος της Θράκης) |
mofette |
μοφέτη (Λατινικό mephitis θεά = δυσοσμιά = ηφαιστειακές διέξοδοι με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και αζώτου) |
moist |
ελαφρώς υγρός |
moisture |
υγρασία |
monoculture |
μονοκαλλιέργεια |
Montenegro |
Μαυροβούνι |
moraine |
μοραίνα, κορήματα (παρασυρόμενοι ογκόλιθοι) από παγετώνα (<Γαλλικό morena = λόφος κορημάτων) |
moral |
ηθικός, ενάρετος |
mosaic |
μωσαϊκός, κηλιδωτός |
mound |
σωρός χώματος |
mountain |
βουνό, όρος, ορεινός |
mountainous |
ορεινός, βουνίσιος |
Muries forest |
δάσος Μουριές (δάσος μεταξύ οικισμών Δοϊράνης και Μουριών) |
Najas, Naias |
Ναϊάς (γένος φυτών) (Ναϊάς = νύμφη ποταμού ή πηγής) |
narrow - leaved |
στενόφυλλος |
naturalize |
εγκλιματίζω, εγκλιματίζομαι |
neck |
αυχένας, λαιμός, σβέρκος |
monocot |
μονοκότυλος (<μόνος + κότυλος = κοτυληδόνα = κοιλότητα σχήματος ποτηριού = μονοκοτυλήδονος) |
monodominance |
μονο-κυριαρχία |
montane |
ορεινός |
morality |
ηθική, ηθικότητα |
moss |
βρύο, μούσκλο |
mowing |
κούρεμα, θερισμός, αποκοπή |
mud |
λάσπη |
muddy |
λασπώδης |
myrtle (Myrtus communis) |
μυρτιά |
native |
ιθαγενής, ντόπιος, αυτόχθονος |
neglected |
παραμελημένος |
nemoral |
νεμικός, δασικός, βοσκοτοπικός (Λατ. Nemus < νέμος = άλσος, δάσος, βοσκότοπος με νομή <νέμω, βόσκω) |
Nerium |
πικροδάφνη |
neutrocline |
ουδετερορρεπής, ουδετεροκλινής |
nitrogenous |
αζωτούχος |
nitrophilous |
αζωτόφιλος |
non - coastal |
μη παράκτιος = ενδοχωρικός |
non - Mediterranean |
μη - μεσογειακός |
non saline |
αναλος (<μη + αλς - αλός = άλας) |
non- inundated |
απλημμύριστος |
non- pellucid |
αδιαφανής |
non- tidal |
μη παλιρροιακός, απαλιρροιακός |
nuphar |
νούφαρο |
nursery |
φυτώριο |
nut |
καρύδι, ξηρός καρπός, κεφαλή |
oak (Quercus) |
δρυς |
oasis (oases) |
όαση (οάσεις) |
oceanic climate |
ωκεάνιο κλίμα |
neutral |
ουδέτερος |
neutrophilous |
ουδετερόφιλος |
nitrification |
αζωτοποίηση (βακτηριακή διάσπαση αμμωνιακών αλάτων) |
nitrified |
αζωτοποιημένος |
nitrogen |
άζωτο |
Ohrid |
Οχρίδα (λίμνη) |
Olea europaea |
αγριελιά |
oleander (Nerium oleander) |
πικροδάφνη |
oligo - mesotrophic |
ολιγομεσότροφος |
oligotrophic |
ολιγότροφος (= αυτός που παρέχει λίγη τροφή), ολιγοτροφικός |
olive - leaved |
ελαιό - φυλλος |
olive (Olea europaea) |
ελιά |
ombrotrophic |
ομβροτροφικός, ομβρότροφος (τροφοδοτούμενος από ύδατα της βροχής, όμβρος, <όμβρος +τροφικός, τροφός) |
ooze |
ρέω, διαρρέω, στάζω |
open |
ανοιχτός, ακάλυπτος, ελεύθερος, ανεμπόδιστος |
ophiolite |
οφιόλιθος (το πέτρωμα οφίτης < όφις + λίθος) |
Ophiolithus |
Οφιόλιθος (γένος ερπετών) |
optimal |
άριστος, βέλτιστος |
option value |
προαιρετική αξία |
orchard |
δενδρόκηπος, κήπος, περιβόλι με οπωροφόρα δένδρα |
orchid |
ορχιδέα |
ornamental garden |
διακοσμητικός κήπος |
oro - mediterranean |
ορο - μεσογειακός (εύκρατη ζώνη, υψόμετρο: 1100 - 1450 m) |
oro - moesian |
ορο - μοισιακός |
Orvilos |
Όρβιλοσ (όρος) |
osier (Vitex) |
λυγαριά |
Ossa |
Όσσα (όρος) |
Ostryo - Carpinion (zone) |
Ostrya carpinifolia |
outcrop |
πέτρωμα που προεξέχει από το έδαφος, εκτεθειμένος βράχος |
palm (Phoenix dactylifera) |
φοινικιά, χουρμαδιά, βαϊά |
outcropping |
προεξοχή |
outlying |
απόμερος, ξεμακρυσμένος |
outpost |
προφυλακή, ακροθέση |
overgrazing |
υπερβόσκηση |
overstorey |
υπερόροφος, άνω όροφος |
overwhelmingly |
υπερ-πλημμυρισμένος, υπερκυριαρχία |
Paeonian |
Παιωνιδιακός, Παιωνιακός (της Παιωνίας - Paeonia) Παιωνία = αρχαία περιοχή στην κοιλάδα του Βαρδάρη (Αξιού) - Σήμερα τα εδάφη αυτά ανήκουν στην ΠΓΔΜ, Ελλάδα και Βουλγαρία |
pahoehoe |
λεία αδιάσπαστη λάβα |
paint pot |
λάκκος αναβρασμού λάσπης (έγχρωμη αναβράζουσα λάσπη) |
palaearctic |
παλαιαρκτικός (<παλαιά + αρκτική - περιοχή) |
Paliurus spina - christi |
παλιούρι (κοινό όνομα είδους φυτού) |
palm |
φοίνικας, φοινικιά, χουρμαδιά |
palustrine |
υγροστασιακός |
Pangeon |
Παγγαίο (όρος) |
Pannonia |
Παννονία (αρχαία χώρα νότια του Δούναβη, στην Ουγγαρία) |
pannonic |
παννόνιος (προερχόμενος από Παννονία) |
Pantelleria |
Παντελλερία (νησί) |
Papilionaceae |
Ψυχανθή, Παπιλιονίδες |
park (ιταλικό) |
αλσύλλιο, μικρό τεχνητό δάσος, δενδρόφυτος κήπος, πάρκο |
park lawn |
χλοοτάπητας αλυλλίου |
parkland |
παρκότοπος, αλσυλλιότοπος |
Parnassus |
Παρνασσός |
parsnip |
δαυκί, καρώτο, καρότο, καρόττο (κοινό όνομα του φυτού Sium latifolium) |
pastoral |
κτηνοτροφικός |
pasture |
βοσκότοπος |
patch |
μπάλωμα, κηλίδα |
patch distribution |
κηλιδωτή διανομή |
patchiness |
χωρομωσαϊκότητα |
paucispecific |
ολιγο-ειδικευμένος, ολιγο-εξειδικευμένος |
pavement |
λιθόστρωμα, πλακόστρωση, πεζοδρόμιο |
paving |
επικάλυψη (με υλικά, πχ πλάκες), πλακόστρωση |
peach |
ροδακινιά |
pear |
αχλάδι, αχλαδιά |
peat |
τύρφη, ποάνθρακας |
peat - moss |
βρυοτύρφη, τυρφώνας, σφάγνο |
peatbog |
τυρφόβαλτος |
peatland |
τυρφότοπος |
peaty |
τυρφώδης, τυρφικός |
pelagic |
πελαγικός |
Pelagonides |
Πελαγονίδες, πελαγονικά Όρη (Πελαγονία = πολύ αρχαία χώρα της δυτικής Μακεδονίας) |
Peles hair |
μαλλιά της Peles (= ηφαιστειακές γυαλοκλωστές
|
Pelion |
Πήλιο (όρος |
pellucid |
διαυγής, διάφανος |
peninsular |
χερσονήσιος |
perennial |
πολυετής |
peri-alpine |
περι-αλπικός |
periphyton |
περίφυτο (φύκη + κυανοβακτήρια) |
permafrost |
συχνά παγωμένο έδαφος |
phrygana - phryganum |
φρύγανα (<φρύγανο = ξηρός θάμνος), ημιθαμνώδης ξηροφυτική βλάστηση / φρύγανο - φρύγανου |
physiognomically |
φυσιογνωμικώς (-ά) |
physiognomy |
φυσιογνωμία |
Picea |
ερυθρελάτη |
piedmont |
πρόποδας (όρους) |
pine (Pinus) |
πεύκη, πεύκο, πεύκος, πίτυς (πίτυος) = το δένδρο πίτυς = πεύκη, κουκουναριά |
Pinovon |
Πίνοβο (όρος) |
Pinus halepensis |
πεύκος (ο) |
Pinus leucodermis |
ρόμπολο ή ρέμπολα |
Pinus nigra |
Black pine = Μαύρη πεύκη (αγγλικό κοινό όνομα) - ελληνικά = αγριόπευκο, μηλοέλατο, μοσχοέλατο |
Pinus pallasiana |
αγριόπευκο |
Pinus pinea |
κουκουναριά |
pioneer |
πρόδρομος |
Piperitsa |
Πιπερίτσα (όρος) |
permanent |
μόνιμος |
permeable |
διαπερατός |
permeate |
διαποτίζω |
perturbance |
διαταραχή |
pest |
πληγή, επιβλαβές |
petrifaction |
σκλήρυνση (ύδατος) |
petrify |
σκληρύνω, σκληραίνω, πετρώνω, πολύ σκληρός |
ph |
power of Hydrogen = ισχύς υδρογόνου = ενεργός οξύτητα |
Phillyrea |
φυλλίκι, φιλλυρέα ή φιλυρές, φιλύρια (<είδος θάμνου) |
Phlomis fruticosa |
ασφάκα, φασκί, φλωμό, γαϊδουραφάνα |
Pistacia lentiscus |
σχίνος |
plagioclimax |
πλαγιοκαταληκτικός |
plain |
πεδιάδα, κάμπος |
plane (Platanus orientalis) |
πλάτανος |
plant |
φυτεύω, ιδρύω |
plantation |
φυτεία |
planted |
φυτευμένος |
planter |
καλλιεργητής |
plateau |
υψίπεδο (υψίπεδου), οροπέδιο (οροπεδίου) |
pleurocarpous |
πλευροκαρπικός (<πλευρά + καρπός) |
plough |
αλέτρι, οργώνω |
plum |
δαμασκηνιά |
pluri - specific |
πολύ -ειδικευμένος |
poa |
πόα (<πόα = χλόη, χόρτο, βοτάνη, γρασίδι) |
Poaceae |
Ποϊδες (ανήκουν και όλα τα δημητριακά) |
pollinate |
επικονιάζω, γονιμοποιώ |
pollination |
επικονίαση |
pollinator |
επικονιαστής, γονιμοποιητής |
pollutant |
ρύπος |
pollute |
ρυπαίνω, ρυπαίνομαι |
polluted |
ρυπασμένος |
polluter |
ρυπαντής |
pollution |
ρύπανση |
pond |
λιμνούλα (αβαθής), υδατοσυλλογή, νερόλακκος |
pondweed |
λιμναγριόχορτο |
pool |
ταμιευτήρας, λιμνούλα, υδατοσυλλογή, λιμνίο (= μικρή λίμνη) |
poor fan |
φτωχό έλος (σε θρεπτικά συστατικά) |
poplar (Populus) |
λεύκη, λεύκα |
porridge pot |
λάκος αναβρασμού χυλού (σε ηφαίστεια - άχρωμη αναβράζουσα λάσπη) |
post - cultural |
μετα - καλλιεργητικός |
potamal = potamia, potamian, potamic, potamius |
ποτάμιος, ποταμήσιος |
potamo- |
ποταμο- |
potato |
πατάτα |
pre - Alps |
προ-Άλπεις (όλα τα όρη γύρω από τις κεντρικές Άλπεις) |
precipitation |
ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα |
prickly |
αγκαθωτός, ακανθώδης |
productivity |
παραγωγικότητα |
prolonged |
παρατεταμένος |
protection |
προστασία |
Provence |
Προβηγκία |
pseudomaqui |
ψευδο-λόχμη, ψευδο-μακκία βλάστηση |
Pteridophyta |
Πτεριδόφυτα |
Puglia |
Απουλία |
pumice |
κίσσηρη |
pumice - stone |
κισσηρόπετρα, ελαφρόπετρα |
Pyrenees |
Πυρηναία (όρη) |
pyroclastic |
πυροκλαστικός (<πυρ + - κλάστης < κλάω = σπάζω, ο σχηματιζόμενος από κατάτμηση ως αποτέλεσμα ηφαιστειογενούς δραστηριότητας) |
quake |
σεισμός, πάλλω, σείομαι |
Quercus coccifera |
πουρνάρι |
Querqus macrolepis |
βελανιδιά (μια δρύς) |
quiescence |
ηρεμία |
quillwort |
αγκαθόχορτο |
quaking |
σειόμενος, σειστός |
quarry |
λατομείο, νταμάρι |
Quercus |
δρυς |
rabbit |
κουνέλι |
raft |
σχεδία, πλωτήρας |
raft vegetation |
πλωτή βλάστηση |
rail |
νεροκοτσέλα (πτηνό) |
rainfall |
βροχόπτωση |
raised |
ανυψωμένος |
range |
σειρά, γραμμή, πεδίο, διακύμανση, ποικιλία, περιοχή, έκταση, ζώνη |
rapid |
μεγάλης κ=λίσης υδατόπτωση |
ravine |
ρεματιά, χαράδρα, φαράγγι |
raw |
ακατέργαστος |
reach |
ρούς (του ρου), διαδρομή, πορεία, εκτείνομαι |
recede |
υποχωρώ, αποτραβιέμαι |
reclaim |
ξεχερσώνω, αξιοποιώ, αποξηραίνω, εκχερσώνω |
reclamation |
εγγειοβελτίωση, αναμόρφωση, επανόρθωση, αποκατάσταση |
recolonisation |
επαναποικισμός |
recreation |
αναψυχή, ψυχαγωγία, αναδημιουργία |
reed |
καλάμι (των γενών Phragmites…..) |
reedbed |
καλαμών, καλαμώνας, καλαμιώνας |
reedmace |
καλαμορόπαλο, καλαμοπελατίκι |
reef |
αναβαθμίδα |
reforestation |
αναδάσωση |
refuge |
καταφύγιο |
regime |
καθεστώς, δίαιτα, αγωγή, κατάσταση |
regrowth |
επαναύξηση, ξαναμεγαλώνω, επανεμφανίζομαι, ξαναεμφανίζομαι |
related |
σχετιζόμενος |
relict |
λείψανο, υπόλειμμα |
remain |
παραμένω, διατηρούμαι |
remnant |
υπόλειμμα |
rendziniform |
χουμόμορφο, μαυροχωμόμορφο |
replanted |
επαναφυτεύομαι, επανιδρύω |
reseeded |
ξανασπαρμένος, επανασπαρμένος |
reservoir |
ταμιευτήρας |
residual |
υπόλειμμα |
restoration |
αποκατάσταση, επανόρθωση |
resurgence |
αναγέννηση, ανάβλυση, ανάβρυση |
resurgent |
αναδυόμενος, νέος, αναβλύζων, αναβρύζων |
rh(e)ithral |
ρειθρικός, ροϊκός |
rh(e)ithro |
ρείθρο, ρεύμα ύδατος, αύλακας, ρυάκι (ρείθρο = ρυάκι = ρεύμα ύδατος) |
rheocrene |
ρεοπηγή, ρεοκρήνη (<ρέος = ότι ρέει + πηγή ή κρήνη = βρύση) |
rill |
μικρό ρυάκι |
rock pool |
βραχο - υδατοσυλλογή, πετρωματο - υδατοσυλλογή |
rooted |
ριζωμένος |
rhizomatous |
ριζωματικός |
Rhodopi |
Ροδόπη (όρος) |
Rhodopides |
Ροδοπίδες, όρη Ροδόπης |
rhyolite |
ρυόλιθος |
rice |
ρύζι, όρυζα |
rice fields |
ορυζώνες |
richness |
αφθονία ειδών |
ridge |
κορυφογραμμή, ράχη (βουνών, βουνού) |
rim |
χείλος, άκρο |
riparian |
παρόχθιος |
river |
ποταμός, ποτάμι |
riverside |
ακροποταμιά |
rivulet |
τραχύ - ρυάκι, ρυάκι, ποταμάκι |
robust |
εύρωστος, ρωμαλέος |
roche moutonee (sheepback) |
προβατοράχη (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, <100 m μήκος) |
rock |
πέτρωμα, βράχος |
rock debris |
λιθοσυντρίμματα |
rocky |
βραχώδης, πετρώδης |
ropy lava |
σχοινοειδής λάβα |
rosette |
ρόδακας |
riverine |
παραποτάμιος, ποταμίσιος, ποτάμιος |
Rosmarinus officinalis |
δενδρολίβανο |
ruderal (species) |
διαταραγμένης περιοχή (είδος) |
ruderal community |
σαπρο - κοινότητα |
running (waters) |
ρέοντα (ύδατα) |
rural |
εξοχικός, αγροτικός |
rush |
βούρλο |
rye (Secale cereale) |
σίκαλη |
sage (Salvia) |
φασκομηλιά, αλιφασκιά (χειλανθή) |
saline = haline |
έναλος (<έν = με +άλς = άλας, θάλασσα), άλας, αλατούχος (<αλς - αλός: ο), θάλασσα (<άλς - αλός: η) - (Λατ. Sal = άλας, αλάτι) |
Salix (willow) |
Ιτιά |
salt - tolerant |
αλο-ανεκτικός |
salt (water) |
αλμυρό (νερό) (όταν είναι στην ενδοχώρα, όχι θαλάσσιο) |
salt basin |
αλολεκάνη |
salt marsh |
αλοέλος |
salt meadow |
αλο-λειμώνας, αλολειμώνας |
salt steppe |
αλοστέπα, έναλη στέπα |
salt work |
αλυκή |
salt wort |
αλόχορτο |
sand |
άμμος, ααμογαία |
sand dune |
αμμοθίνη, αμμόλοφος |
sandur |
αμμοράχη |
Sarcopoterium spinosum (burnet) |
αστοιβή, στοιβίδα, μούρο |
Sardinia |
Σαρδηνία |
Satureja thymbra |
θρούμπι |
savanna |
σαβάνα (ένα ν) (<ισπαν. zavana = πειάδα ή υψίπεδο χωρίς δένδρα) |
savory |
θρουμπί = Satureja montana |
schibljak |
μεσογειακή φυλλοβόλος λόχμη |
sclerophyllous |
σκληρόφυλλος |
scoria lava |
σκώρια λάβα |
scraped |
αποψιλωμένος |
scree |
λιθοστρωμνή κλιτύος, σάρα, λιθώνας |
screen |
προπέτασμα, φραγμός |
scrub = brush |
θαμνοδενδρώνας, θάμνος (μικρός - πυκνός) |
scrubby |
καχεκτικός, γεμάτος θάμνους |
scrubland |
θαμνότοπος |
sea - lavender |
θαλασσο - διαποτισμένος |
seablite |
θαλασσοβλίτο (<Λατ. Sea = θάλασσα + blitum = βλίτο: είδος λάχανου) |
seaboard |
ακτή |
seam |
αρμός, ζώνη, διαχωριστική γραμμή, ένωση |
seaside |
ακροθαλασσιά |
sedge (Carex) |
σπαθόχορτο |
seed |
σπόρος |
seedling |
φυτάδι (δενδρύλλιο από σπόρο) |
seep |
ανάβλυση (υδάτων), διαρροή |
seepage spring |
πηγή διαπότισης |
semiarid |
ημίξηρος, ημι - άνυδρος, ημιάνυδρος |
semideciduous |
ημι-φυλλοβόλος |
semisucculent |
ημισαρκώδης |
Serbia |
Σερβία |
serpentine |
σερπεντίνης, σερπεντινικός - Mg3Si2O5(OH)4 (πέτρωμα) |
set aside |
οριοθετώ, θέτω κατά μέρος, απορρίπτω |
sewer |
υπόνομος |
shifting |
μεταβαλόμενος, μετατοπιζόμενος, μεταβλητός |
shingle |
κροκάλη, βότσαλο |
shingly |
με χαλίκια |
shoal |
ύφαλος, ξέρα (των ξερών), πλήθος, σωρός, κοπάδι |
shore |
ακτή, όχθη |
shrub = bush |
θαμνοδενδρώνας, θάμνος |
shrub orchard |
θαμνοδενδρόκηπος |
shrubbery |
θαμνότοπος |
shrubby |
θαμνώδης, θαμνοδενδρώδης |
shrubland |
θαμνοδενδρότοπος |
Sicily |
Σικελία |
silicicolous |
πυριτιούχος |
silvatic |
δασικός |
sewage |
οικιακό λύμα, βρομόνερα, ακαθαρσίες υπονόμων |
sewage works |
εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων |
shady |
σκιερός |
shallow |
αβαθής |
siliceous |
πυριτικός |
silvery |
αργυρός |
slob = clint |
πλάκα, πλακοστώνω |
slope |
πλαγιά, πρανές, κλίση, κατωφέρεια, επικλινής |
slow - flowing |
βραδείας ροής |
slurry |
αραιή τσιμεντόλασπη |
soak |
διαπότιση, διαβροχή |
soft sediment |
κινητό ίζημα |
solfatara (s) |
θειών (ο), θειωνιά (η), θειώνας (Ιταλικά: sulfa - terra = θείου (S) - γη : ηφαιστειογενής περιοχή με ηφαιστειακές ατμίδες που εκλύουν θερμά - υπέρθερμα αέρια, κυρίως θειούχα) |
source |
πηγή, εστία, αιτία, αρχή |
skeletal |
σκελετικός |
slab |
πλάκα |
slack |
κοιλότητα, βύθισμα, κοίλωμα |
slag heaps |
σωροί σκουριάς |
slash |
μειώνω δραστικά, περιορίζω |
sludge |
λασπώδη απόβλητα υπονόμων |
smooth |
ομαλός, απαλός, ήρεμος |
snow |
χιόνι |
snow - patch |
χιονο-κηλίδα |
soft water spring |
πηγή ύδατος (μαλακού) με χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα |
soggy |
πολύ υγρός, λασπερός |
soil |
έδαφος, χώμα |
soligenous |
μονογενής (Λατ., μόνος + γένος) |
sparse |
αραιός, σποραδικός |
species - rich helophyte bed |
πλούσιο σε είδη στρώμα ελόφυτων |
sphagna (Sphagnum) |
σφάγνο (<σφάγνος = σφάκος = αλεσίσφακος = φασκομηλιά) |
spike |
ταξιανθία, ανθοταξία, στάχυς (ή το στάχυ), ακίδα, ακιδωτός |
spikerush |
σταχόβουρλο |
spiky |
αγκαθωτός, ακιδωτός, μυτερός |
spiny |
αγκαθωτός |
sport field |
πεδίο άθλησης, γήπεδο |
spray |
ψεκασμός, ψεκάζω, ραντίζω |
spring |
πηγή ύδατος, ανάβλυση |
spring brook |
ρυάκι πηγής |
sprout |
εκβλαστάνω |
spruce (Picea abies) |
ερυθρελάτη |
spur |
παρακλάδι οροσειράς |
stability |
ευστάθεια, σταθερότητα |
stabilization |
σταθεροποίηση |
stagnant |
στάσιμος, λιμνάζων |
stand |
συστάδα |
standing (waters) |
σταθερός, αμετάβλητος, στάσιμος, ακίνητος |
starwort |
αστρόχορτο |
steep |
απόκρημνος, διαποτίζω |
stem |
μίσχος, κορμός, συγκρατώ, αναχαιτίζω |
steppe |
στέπα (<ρωσική λέξη = πεδιάδα, κάμπος, δεν σχετίζεται μετα αγρωστώδη Stipa) |
stepped |
κλιμακωτός, βαθμιδωτός |
stone |
λίθος, πέτρα |
steam |
ατμός, αχνός, άχνισμα (έκθεση στην επίδραση ατμών), αχνίζω (βγάζω ατμούς) |
stone pine (Pinus pinea) |
βραχοπίτυς, βραχόπευκο, κουκουναριά |
stony |
πετρώδης, βραχώδης, σκληρός |
stratum |
στρώμα |
straw |
άχυρα |
stream |
χείμαρρος, ποτάμι, ρεύμα, ρεματιά, ρέμα |
stress coefficient |
συντελεστής συμπίεσης |
strip |
ταινία, λωρίδα, ζώνη |
stripped |
πτωχευμένος, απογυμνωμένος |
Struma |
Στρυμόνας (ποταμός) |
stygon |
στύγο (<στύγιος = ο ανήκων στη στύγα = μια ωκεανίδα που ζει στον κάτω κόσμο, κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας), ποταμός του άδη (κάτω κόσμου) |
subalpine |
υπο-αλπικός, υπαλπικός |
subclimax |
υπο-καταληκτικός |
submerge |
βυθίζω, καταδύω, βυθίζομαι |
submerged |
βυθισμένος |
subnitrophilous |
υπο - αζωτόφιλος, υπαζωτόφιλος |
suboceanic |
υποωκεάνιος |
substitute |
υποκατάστατο |
succesional |
διαδοχικός |
succesively |
διαδοχικά |
succession |
διαδοχή, εναλλαγή, αδιάκοπη σειρά |
successive |
διαδοχικός, αλλεπάλληλος |
succulent |
σαρκώδης |
suffrutescent |
υποθαμνοειδής |
summital |
ανώτατος, κορυφαίος, ακραίος, μέγιστος, ύψιστος, ο σε μεγάλο υψόμετρο |
sunflower |
ηλίανθος |
sunny |
ηλειοφάνεια |
supra - Mediterranean |
υπερ - μεσογειακός |
susceptible |
επιδεκτικός |
swamp |
βάλτος, έλος, τέλμα, τέναγος |
sward = meadow |
λιβάδι, λειμώνας (σπαρμένο - τεχνητό λιβάδι), κοφτολίβαδο (επειδή θερίζεται), έδαφος με ποώδη |
sweet gum (Liquidambar orientalis) |
υγράμβαρη, γλυκόκολλα |
sweetgrass |
γλυκαγρωστώδης |
sylvatic |
δασικός |
synanthrope |
συνάνθρωπος (<συν + άνθρωπος) |
synanthropic |
συνανθρωπικός (ζώο συνδεδεμένο οικολογικά με τον άνθρωπο) |
tadpole |
γυρίνος (μορμολύκη βατράχου) |
taiga |
τάιγκα, βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος (<Μογγολικά: βραχώδες ορεινό έδαφος με δάσος) |
tall |
υψηλός - λεπτός |
talus |
αποσαθρωμένος βράχος |
Tamarix |
αλμυρίκι, αρμυρίκι |
tank |
δεξαμενή |
tapegrass |
ταινιογρασίδι |
taxon |
ταξινόμημα |
temperate |
εγκρατής, λιτός, εύκρατος, ήπιος. |
temporary running waters |
υδατορεύματα προσωρινής ροής |
terra |
έρα, γή, έδαφος, χώρα, τόπος (Λατιν: torreo = έρα, θέρω) |
terrestrialized |
χερσοποιημένος |
Teucrium |
τεύκριο (χειλανθή: γένος φυτών) |
thermal |
θερμαντικός, θερμικός |
thermal spring |
θερμική πηγή |
thermic |
θερμικός, θερμός |
thermophile |
θερμόφιλος (<θέρμη + φίλος) |
thermophilous |
θερμόφιλος, θερμοφιλικός |
thermophily |
θερμοφιλία |
tasselweed |
θυσαναγριόχορτο |
terrain |
γή, έδαφος (ιδιαίτερα από άποψη μορφολογίας) |
terrestrial |
χερσαίος |
terrestrialization |
χερσαιοποίηση, χερσοποίηση |
tertiary |
Τριτογενής (γεωλογική Περίοδος) |
thermo-Mediterranean |
θερμο-μεσογειακός |
thermoperiod |
θερμοπερίοδος |
temporary |
πρόσκαιρος, προσωρινός |
tepit |
χλιαρός |
therophyte |
θερόφυτο (<θέρος + φυτό, το χειμώνα διατηρείται ως σπόρος) |
thicket |
πυκνή συστάδα, θαμνώνας, σύδενδρο, λόχμη (= maquis = macchia = μακκία βλάστηση = λόχμη => λόχμη = πυκνός θάμνος κατάλληλος ως κρύπτη) |
thinly |
λεπτός, πτωχός, αραιός, ολιγάριθμος |
thistle |
γαϊδουράγκαθο |
thorny |
ακανθώδης, αγκαθωτός |
thracian |
θρακικός, της Θράκης |
threat |
απειλή |
thrusting |
ώθηση, πίεση |
Thymelaea (Thymelaeaceae) |
φινακωλιά, βροχίστρα |
tier |
βαθμίδα |
Tilia (Tiliaceae) |
φλαμούρι, φλαμουριά |
till |
καλλιεργώ |
tillage |
καλλιέργεια |
tilled |
καλλιεργούμενος, καλλιεργημένος |
tiller |
γεωργός, καλλιεργητής |
timberland |
δασότοπος |
tip |
χωματερή, σκουπιδότοπος |
topogenous |
τοπογενής (<τόπος + γένος - γεννώ) |
threaten |
απειλώ |
tolerant |
ανεκτικός |
tolerate |
ανέχομαι |
torrent |
χείμαρρος, μικρός χείμαρρος, ταχύροος ορεινός χείμαρρος |
trachyte |
τραχείτης (ηφαιστειογενές πέτρωμα) |
trampled |
ποδοπατημένος |
transition |
μεταβατικός |
transporting |
εισαγωγή, μεταφορά |
tree - limit |
δενδρο - όριο, δασο - όριο |
tree line |
δενδροστοιχία |
triassic |
τριαδική (γεωλογική περίοδος) |
troglobiont |
τρωγλόβιος ή σπηλαιόβιος |
troglophile |
τρωγλόφιλος ή σπηλαιόφιλος |
trogloxene |
τρωγλόξενος (<τρώγλη + ξένος = ζώο που ζει σε σπηλιές για μικρά χρονικά διαστήματα) |
trout or salmonid zone |
ζώνη πέστροφας ή Σολομού |
tube |
σήραγγα |
tufa |
πώρος, πουρί, πωρόλιθος, πορώδης (<πόρος), τόφος (= εύθρυπτος πορώδης λίθος) |
tuft |
τούφα, λοφίο, θύσανος |
tufted |
θυσανωτός |
Tundja |
Τόνζος (ποταμός Βουλγαρίας - παραπόταμος Έβρου) |
tundra |
τούνδρα, = άδενδρο υψίπεδο (Ρωσικά = ορεινός, οροπέδιο, υψίπεδο => περιοχή χωρίς δένδρα κάτω από την αρκτική, ανταρκτική και αλπική ζώνη) |
tunnel |
σήραγγα |
turbid |
θολός |
turbidity |
θολότητα |
turbulent |
ταραχώδης, στροβιλιστικός, στροβιλώδης |
Tyrrhenian Sea |
Τυρρηνική Θάλασσα |
ultra-basic rock |
υπερβασικό πέτρωμα |
Umbelliferae |
Σκιαδιοφόρα |
unbroken |
αδιάπτωτος, συνεχής, μόνιμος σταθερός, πάγιος |
urbanisation |
αστικοποίηση |
turf |
χλοοτάπητας, ποοτάπητας |
turf sport field |
χλοοτάπητας αθλοπαιδιάς |
tussock |
πατουλιά ή βατουλιά (φυσικός φράκτης) |
twilight |
ημίφως, λυκόφως |
Ulmus |
φτελιά |
ultra- basic rock |
υπερβασικό πέτρωμα |
under storey |
υπο-όροφος |
undergrowth |
χαμηλή βλάστηση, υποβλάστηση |
undershrub |
χαμόθαμνος, υπόθαμνος |
unimproved |
αβελτίωτος |
unit |
μονάδα, ενότητα |
unmanaged |
αδιαχείριστος |
unmixed |
αμιγής |
unpalatable |
αταίριαστος, δυσάρεστος, ανάρμοστος |
unpolluted |
μη ρυπασμένος, αρύπαντος |
unvegetated |
χωρίς βλάστηση |
upland |
υψίπεδο |
urban |
αστικός |
Valencia |
Βαλένθια |
valley |
κοιλάδα, λαγκάδι, φαράγγι, πεδιάδα, πεδινός |
vapour |
ατμός, υδρατμός |
Vardar |
Αξιός (ποταμός) |
Vardousia |
Βαρδούσια |
variation |
παραλλαγή |
Varnous |
Βαρνούς (όρος), Βαρνούντας (βόρεια Φλώρινας) |
vascular |
αγγειακός, αγγειωτός |
vegetable |
λαχανικό, χορταρικό, φυτικός |
vegetated |
με βλάστηση |
vegetation |
βλάστηση |
vegetation cover |
βλαστητική κάλυψη |
vent |
διέξοδος |
Vermion |
Βέρμιον (όρος) |
vernal |
εαρινός |
Vernon |
Βέρνον (όρος) |
vigorous |
ακμαίος |
vineyard |
αμπέλι, αμπελόκηπος, άμπελος, αμπελώνας |
vineyard (Vitis vinifera) |
αμπελώνας |
viscosity |
ιξώδες |
Vitex agnus castus |
καναπίτσα, λυγαριά |
Vitsi |
Βίτσι (όρος) |
volcanic |
ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής |
Voras |
Βόρας (όρος) |
waste place |
σκουπιδότοπος |
water body |
υδατομάζα |
waterlily |
νερόκρινος, υδατόκρινος |
warehousing |
αποθήκευση |
warmth |
θερμότητα, ζεστασιά |
waste |
ακουπίδι, απόβλητο |
water level |
στάθμη ύδατος |
waterlogged |
πλημμυρισμένος |
Vrondus |
Βροντούς (όρος) |
wader |
καλοβάτης, καλοβατικό πτηνό (μεγαλόσωμο με μακριά πόδια και λαιμό - καλή βάδιση) |
walnut (Juglans) |
καρυδιά |
water |
ύδωρ, νερό (<νεαρό + ύδωρ = νερό) |
water chestnut |
νεροκάστανο, νεροκαστανιά |
water table |
στάθμη υδροφόρου ορίζοντα, υδρορίζοντας, υδατορίζοντας, υδατοεπίπεδο, υδροφόρος ορίζοντας, υδατοστάθμη, πιεζομετρική επιφάνεια ύδατος |
water violet (Hottonia palustris) |
νεροβιολέτα |
watercourse |
υδατοδιαδρομή, υδατοπορεία |
watercress (Nasturtium) |
νεροκάρδαμο |
waterfall |
καταρράχτης, υδατόπτωση |
waterfowl |
υδρόβιο πτηνό, υδατικό πτηνό που εμπλέκεται στα ύδατα |
waterside |
ακροποταμιά, ακροθαλασσιά, παρόχθιος |
weathering |
αποσάθρωση |
weed |
αγριόχορτο, ζιζάνιο |
wet |
υγρός, υγρασία, βρεγμένος |
wetland |
υγρότοπος, υγροτοπικός |
wetness |
ύγρανση |
whaleback |
φαλαινοράχη (λιθώδης σχηματισμός από τη δράση παγετώνα, 100 - 1000 m μήκος) |
white oak (Quercus pubescens) |
χνοώδης δρυς |
wood rush (Luzula) |
ξυλόβουρλο |
wooded |
δασωμένος |
wort |
χόρτο, βότανο, φυτό |
xero-acidocline |
ξηρο-οξινοκλινής (<ξηρός + όξινος + κλίνω) |
xero-halophile |
ξηρο-αλόφιλος |
xerophile, xerophilic, xerophil |
ξηρόφιλος (<ξηρός + φίλος) |
xerophyte |
ξηρόφυτο (<ξηρός + φυτό) |
wheat |
σιτάρι |
wild olive (Olea europaea) |
αγριελιά |
willow (Salix) |
ιτιά |
willowherb |
Epilobium |
wintering |
διαχείμανση, ξεχειμώνιασμα |
wood |
δενδρώνας, δένδρο, ξυλεία, δάσος |
woodland |
δενδρότοπος, δασότοπος |
woody |
δενδρώδης, δασωμένος, ξύλινος, ξυλώδης |
wormwood (Artemisia) |
αψιθιά |
xeric |
ξερικός, ξηρικός, ξηροφυτικός (<ξηρός = που έχει έλλειψη υγρασίας, δεν ποτίζεται, αρδεύεται) |
xero-thermophile |
ξηρο-θερμόφιλος |
xerophily |
ξηροφιλία |
xerophyllous |
ξηρόφυλλος (<ξηρός + φύλλο) |
xeropoophilus |
ξηροποόφιλος (<ξηρός + πόα + φίλος) |
xeropoophyte |
ξηροποόφυτο (ξηρός + πόα + φυτό) |
xerotherm |
ξηρόθερμος (ξηρός + θέρμη) |
xerothermal |
ξηροθερμικός |
xerothermic |
ξηροθερμικός (ξηρός + θερμός) |
yeast |
ζυμομύκητας |
zinc |
ψευδάργυρος, τσίγκος |
zoogene |
ζωογενής |
zoogenic |
ζωογενικός (< ζωογενής) |
zoogenous |
ζωογενικός |
zoogeny |
ζωογονία, ζωοτοκία (<ζωογενής) |
arable |
αρόσιμος (κατάλληλος για όργωμα) |
arborescent |
δενδρώδης, δενδρόμορφος |
a.s.l. (above sea level) |
πάνω από το επίπεδο της θάλασσας |
aa lava |
βασαλτική ρευστή λάβα |
abandoned |
εγκαταλειμμένος, έκλυτος |
Abies |
έλατο |
above-ground |
υπερεδάφικός, υπερεδαφιαίος |
abrupt |
απότομος, απότομης κλίσης |
abundant |
άφθονος |
Acer |
σφένδαμνο |
acid |
οξύ, όξινος |
acidic |
όξινος |
acidocline |
οξινοκλινής |
acidophilous |
οξινόφιλος, οξεόφιλος, οξύφιλος |
admixture |
ανάμειξη (έλεγχος αν είναι σωστό) |
Aegeo - Levantine |
Αιγαιο - λεβαντίνικος |
aeolian |
αιολικός (<Αίολος = θεός των ανέμων) |
aeration |
αερισμός |
aerohaline |
αερό-αλος, αέραλος, αεραλατούχος (
|
aftermath |
επακόλουθος |
aftermath - grazed meadow |
ο μετά τη βόσκηση λειμώνας, μεταβοσκημένος |
agricultural |
γεωργικός |
agriculturally |
γεωργικά |
agroforestry |
Αγροδασοπονία |
alder (Alnus) |
σκλήθρα (η), το φυτό σκλήθρα / πελεκούδι |
aleppo pine (Pinus halepensis) |
χαλέπια πεύκη (
|
algal |
φυκικός (<φύκος, ο του φύκους) |
alien |
ξενικός, ξένος, αλλογενής |
alkaline |
αλκαλικός βασικός (<αραβικό al kali = τέφρα φυτού, από την οποία παράγονται αλκαλικές ουσίες - ενώσεις του υδροξυλίου (OH-), με τα αλκαλιμέταλλα (Li, Na, K, Rb, Cs, Fr) |
alliance |
συμμαχία, συνάφεια, ένωση |
allotment garden |
δημόσιος κήπος |
alluvial |
προσχωματικός, προσχωσιγενής |
almond (Prunus amygdalus) |
αμυγδαλιά |
alpine |
Αλπικός |
altitude |
υψόμετρο |
altitudinal |
υψομετρικός |
alvar |
νανοπλήθιος (<Αρχ. Σκανδιν. alfarr=alfr = νάνος + herr= πολυπληθής, πλήθιος, στρατός |
amenity |
θέλγητρο, θελκτικός, θελκτικότητα, αισθητική |
amphibious |
αμφίβιος |
Anatolia |
Ανατολία, Ανατολή, Μικρά Ασία |
andesite |
ανδεσίτης (πέτρωμα) |
annual |
ετήσιος, μονοετής |
antarctic |
ανταρκτικός (τόπος χωρίς άρκτους = αρκούδες) |
anthropogenic |
ανθρωπογενής |
Anthyllis |
Ανθυλλίδα (Λατιν.
|
Apennina = apennines |
Απέννινα (όρη) - Ιταλία |
apple |
μήλο |
approach |
πρόσβαση, προσέγγιση |
apricot |
βερικοκιά |
aquatic |
υδρόβιος, υδάτινος (ο αποτελούμενος από ύδωρ), υδατικός(ο αναφερόμενος στο ύδωρ) |